-
1 ἀγανάκτησις
ἀγανάκτησις, ἡ, schmerzhafter Reiz, Plat. Phaedr. 251 c Phil. 46 c; Unwille, bes. Sp.; ἀγανάκτησιν ἔχειν τινί, Gelegenheit zum Unwillen geben, Thuc. 2, 41.
-
2 ἀγανάκτησις
ἀγανάκτησις, schmerzhafter Reiz; Unwille -
3 συν-αγανάκτησις
συν-αγανάκτησις, ἡ, gemeinschaftlicher Zorn, Unwille, D. Hal. 7, 45.
-
4 δι-αγανάκτησις
δι-αγανάκτησις, ἡ, heftiger Unwille, Plut. Mar. 16.
-
5 κατά-μεμψις
κατά-μεμψις, ἡ, Tadel, Vorwurf, Anklage, τινὶ ἔχειν, der ἀγανάκτησις entsprechend, Thuc. 2, 41; κατάμ. σφῶν αὐτῶν ἦν, sie klagten sich selbst an, 7, 75; Sp., wie D. Hal. 3, 4.
-
6 διαγανάκτησις
δι-αγανάκτησις, ἡ, heftiger Unwille -
7 συναγανάκτησις
συν-αγανάκτησις, ἡ, gemeinschaftlicher Zorn, Unwille
См. также в других словарях:
ἀγανάκτησις — physical pain and irritation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτήσει — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγανακτήσεϊ , ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat sg (epic) ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat sg (attic ionic) ἀγανακτέω feel a violent… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτήσεις — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/voc pl (attic epic) ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/acc pl (attic) ἀγανακτέω feel a violent irritation aor subj act 2nd sg (epic) ἀγανακτέω feel a violent irritation fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτήσεσι — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτήσεσιν — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανάκτησιν — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
стужание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. μέμψις, ἀκηδία, θλίψις) докука;… … Словарь церковнославянского языка
αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… … Dictionary of Greek
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… … Dictionary of Greek
ՍԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0696 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c գ. ἑπιτίμησις increpatio, correptio, objurgatio, supplicium σφοδρότης acrimonia ἁγανάκτησις indignatio ἑπιταγή mandatum եւն. Բան սաստիկ՝ խիստ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)