-
1 ἀγαλματοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαλματοποιητικός
-
2 ἀγαλματοποιικός
A = -ποιητικός, Poll.1.13: -ποϊκόν, τό, sculptor's fee, IG1.324.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαλματοποιικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский