Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγαλλιάσῃ

  • 1 αγαλλιάση

    ἀγαλλιά̱σηι, ἀγαλλίασις
    great joy: fem dat sg (epic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj mid 2nd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj act 3rd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind mid 2nd sg
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj act 3rd sg (attic doric)
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αγαλλιάση

  • 2 ἀγαλλιάσῃ

    ἀγαλλιά̱σηι, ἀγαλλίασις
    great joy: fem dat sg (epic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj mid 2nd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj act 3rd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind mid 2nd sg
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: aor subj act 3rd sg (attic doric)
    ἀγαλλιά̱σῃ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀγαλλιάσῃ

См. также в других словарях:

  • αγαλλίαση — η (Α ἀγαλλίασις) [ἀγαλλιῶ] μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη (ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες …   Dictionary of Greek

  • ἀγαλλιάσῃ — ἀγαλλιά̱σηι , ἀγαλλίασις great joy fem dat sg (epic) ἀγαλλιάω rejoice exceedingly aor subj mid 2nd sg ἀγαλλιάω rejoice exceedingly aor subj act 3rd sg ἀγαλλιάω rejoice exceedingly fut ind mid 2nd sg ἀγαλλιά̱σῃ , ἀγαλλιάω rejoice exceedingly aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • έξαλμα — ἔξαλμα, το (AM) [εξάλλομαι] 1. άλμα, πήδημα 2. αγαλλίαση αρχ. απόσταση, διάστημα …   Dictionary of Greek

  • αγάλλιασμα — το η αγαλλίαση* …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιασμός — ο η αγαλλίαση* …   Dictionary of Greek

  • αναγάλλια — η αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α) * + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»