Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγακλειτός

См. также в других словарях:

  • αγακλειτός — ἀγακλειτός, ή, όν (Α) ένδοξος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κλειτός] …   Dictionary of Greek

  • ἀγακλειτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτῶν — ἀγακλειτός fem gen pl ἀγακλειτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτόν — ἀγακλειτός masc acc sg ἀγακλειτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειταῖς — ἀγακλειτός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειταί — ἀγακλειτός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτοῖο — ἀγακλειτός masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτοῖς — ἀγακλειτός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτοῖσιν — ἀγακλειτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτοί — ἀγακλειτός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγακλειτοῦ — ἀγακλειτός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»