-
1 αγακλειτός
-
2 ἀγακλειτός
-
3 αγακλειτος
-
4 ἀγακλειτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακλειτός
-
5 ἀγακλειτός
ἀγα-κλειτός: highly renowned, famous, epith. of men, of a Nereid, Il. 18.45, and of hecatombs.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγακλειτός
-
6 ἀγακλειτός
ἀγα-κλειτός, Beiwort von Helden: sehr gepriesen -
7 αγακλειτών
-
8 ἀγακλειτῶν
-
9 αγακλειτόν
-
10 ἀγακλειτόν
-
11 τηλε-κλειτός
τηλε-κλειτός, weit berühmt, im fernen Lande berühmt; Φοίνιξ, Il. 14, 321; Ἐφιάλτης, Od. 11, 308; Ἰκάριος, 19, 546; sonst von den Bundesgenossen der Trojaner, τηλεκλειτοί τ' ἐπίκουροι, Il. 5, 491. 6, 111. 9, 233. 12, 108, wo Wolf τηλεκλητοί schrieb, Buttm. aber Lexil. I p. 93 ff. u. Spitzner exc. XI ad Il. sich für τηλεκλειτός entscheiden, wie auch Bekker lies't, da die Bundesgenossen auch sonst »berühmt« genannt werden; Hes. Sc. 327; u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1097 (wo τηλεκλειτήν, nicht mit Well. τηλεκλείτην zu schreiben). Vgl. ἀγακλειτός.
-
12 αγακλειτής
-
13 ἀγακλειτῆς
-
14 αγακλειταίς
-
15 ἀγακλειταῖς
-
16 αγακλειταί
-
17 ἀγακλειταί
-
18 αγακλειτοίο
-
19 ἀγακλειτοῖο
-
20 αγακλειτοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγακλειτός — ἀγακλειτός, ή, όν (Α) ένδοξος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κλειτός] … Dictionary of Greek
ἀγακλειτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτῶν — ἀγακλειτός fem gen pl ἀγακλειτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτόν — ἀγακλειτός masc acc sg ἀγακλειτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειταῖς — ἀγακλειτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειταί — ἀγακλειτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖο — ἀγακλειτός masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖς — ἀγακλειτός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖσιν — ἀγακλειτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοί — ἀγακλειτός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῦ — ἀγακλειτός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)