Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγαθοποιΐα

См. также в других словарях:

  • ἀγαθοποιία — ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc/acc dual ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία …   Dictionary of Greek

  • ἀγαθοποιίᾳ — ἀγαθοποιΐαι , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc pl ἀγαθοποιΐᾱͅ , ἀγαθοποιία propitious influence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοποιία — η η αγαθοεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαθοποιίας — ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc pl ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιίαν — ἀγαθοποιΐᾱν , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՐԵՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 457 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c գ. εὑεργεσία, εὑεργέτημα, εὑποιΐα, ἁγαθοποιΐα beneficentia, beneficium Բարեգործութիւն առ այլս. երախտաւորութիւն. երախտիք. բարեսիրութիւն. աղէկութիւն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀγαθοποιιῶν — ἀγαθοποιϊῶν , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»