-
1 αγαθοποιία
ἀγαθοποιΐᾱ, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem nom /voc /acc dualἀγαθοποιΐᾱ, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγαθοποιΐαι, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem nom /voc plἀγαθοποιΐᾱͅ, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγαθοποιια
-
3 ἀγαθοποιία
Βλ. λ. αγαθοποιία -
4 ἀγαθοποιίᾳ
Βλ. λ. αγαθοποιία -
5 ἀγαθοποιΐα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγαθοποιΐα
-
6 αγαθοποιΐα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγαθοποιΐα
-
7 αγαθοποιΐα
η см. αγαθοεργία -
8 ἀγαθοποιΐα
благодеяние, делание добра.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγαθοποιΐα
-
9 ἀγαθοποιΐᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγαθοποιΐᾳ
-
10 ἀγαθοποιία
II propitious influence, Vett.Val.164.17, Ptol.Tetr. 38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθοποιία
-
11 ἀγαθοποιία
ἀγαθο-ποιία, ἀγαθο-ποίησις, das Rechthandeln -
12 αγαθοποιίας
ἀγαθοποιΐᾱς, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem acc plἀγαθοποιΐᾱς, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἀγαθοποιίας
ἀγαθοποιΐᾱς, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem acc plἀγαθοποιΐᾱς, ἀγαθοποιίαpropitious influence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αγαθοποιίαν
-
15 ἀγαθοποιίαν
-
16 αγαθοποιιών
-
17 ἀγαθοποιιῶν
-
18 16
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 16
См. также в других словарях:
ἀγαθοποιία — ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc/acc dual ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία … Dictionary of Greek
ἀγαθοποιίᾳ — ἀγαθοποιΐαι , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc pl ἀγαθοποιΐᾱͅ , ἀγαθοποιία propitious influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοποιία — η η αγαθοεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαθοποιίας — ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc pl ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιίαν — ἀγαθοποιΐᾱν , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՐԵՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 457 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c գ. εὑεργεσία, εὑεργέτημα, εὑποιΐα, ἁγαθοποιΐα beneficentia, beneficium Բարեգործութիւն առ այլս. երախտաւորութիւն. երախտիք. բարեսիրութիւն. աղէկութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀγαθοποιιῶν — ἀγαθοποιϊῶν , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)