Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀγαθοποιός

См. также в других словарях:

  • αγαθοποιός — ἀγαθοποιός, όν (Α) αγαθοεργός, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + ποιὸς < ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • αγαθοποιός, ο — αγαθοποιός, ός και ά, ό ο αγαθοεργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαθοποιός — beneficent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιόν — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc sg ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιοί — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιούς — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιά — ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιέ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιῷ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»