-
1 αγαθοεργος
2, стяж. ἀγαθουργός 2благодетельный(θεοί Plut.)
οἱ ἀγαθοεργοί — заслуженные граждане (в Спарте 5 старейших всадников, назначавшихся послами заграницу) Her. -
2 αγαθοεργός
αγαθοεργός, -ός, -ό1) благотворительный;2) ο благотворительΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αγαθοεργός
-
3 αγαθοεργός
η, ό [ός, όν ] 1. благотворительный;2. (ο) благотворитель, благодетель, -
4 αγαθοεργός
[агатоэргос] επ. благотворительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγαθοεργός
-
5 αγαθοεργός
[агатоэргос] επ благотворительный. -
6 αγαθοποιός
ά, ο [ός, όν ] см. αγαθοεργός
См. также в других словарях:
αγαθοεργός, ο — αγαθοεργός, ή, ό αυτός που κάνει ευεργετικές πράξεις, αγαθοεργίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαθοεργός — doing good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
ἀγαθοεργόν — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc sg ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργόν — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc sg ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργοί — ἀγαθοεργός doing good masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργούς — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργῷ — ἀγαθοεργός doing good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργούς — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργά — ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργῶς — ἀγαθοεργός doing good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)