-
1 αβίωτον
-
2 ἀβίωτον
-
3 ἀβίωτος
A not to be lived, insupportable,ἀ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.Pl. 969
;ἀ. ζῶμεν βίον Philem.93.7
, cf. 90.7, Boeth.Stoic.3.266;ἀ. χρόνον βιοτεῦσαι E.Alc. 242
;ἀ. ᾤετ' ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ D.21.131
;ἀ. ἡγουμένων τὸ καταγνωσθῆναι Phld.Mort.35
:—ἀβίωτόν [ἐστι] life is intolerable, Pl.R. 407a;ἀ. ζῆν Id.Lg. 926b
; . Adv.ἀβιώτως, ἔχειν Plu. Dio6
;αἰσχρῶς καὶ ἀ. διατεθῆναι Id.Sol.7
.II ἀβίωτον, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβίωτος
-
4 βιοτεύω
A live, Pi.N. 4.6;ἀβίωτον χρόνον β. E.Alc. 243
(lyr.);β. ἀκρατῶς Arist.EN 1114a16
;φαιδρῶς X. Cyr.4.6.6
.2 get food,αὐτόθεν πολεμοῦντα Th.1.11
; live by or off a thing,ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25
;ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist. HA 610a5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοτεύω
-
5 ἄζωτος
См. также в других словарях:
ἀβίωτον — ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc sg ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)