Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀβυρτάκη

См. также в других словарях:

  • ἀβυρτάκη — sour sauce of leeks fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβυρτάκη ή αβύρτακος — Μηδικής προέλευσης καρύκευμα ή ρόφημα των αρχαίων, που το παρασκεύαζαν από πράσα, κάρδαμο, σινάπι και κόκκους ροδιάς. Αναφέρεται και από τον Αθήναιο …   Dictionary of Greek

  • ἀβυρτάκαις — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκαισι — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκην — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκης — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκας — ἀβυρτάκᾱς , ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem acc pl ἀβυρτάκᾱς , ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδάρτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες», δηλαδή με αβυρτάκη, δυνατό καρύκευμα από φυτά με έντονη γεύση και οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δάρτης (< δέρω «γδέρνω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»