Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀβριθής

См. также в других словарях:

  • αβριθής — ἀβριθής, ές (Α) [βρίθω] ο χωρίς βάρος …   Dictionary of Greek

  • ἀβριθές — ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight masc/fem voc sg ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»