Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀβλεπτῶ

См. также в других словарях:

  • αβλεπτώ — ἀβλεπτῶ ( έω) (AM) δεν βλέπω, παραβλέπω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βλεπτός, ρημ. επίθετο τού βλέπω] …   Dictionary of Greek

  • ἀβλεπτῶ — ἀβλεπτέω overlook pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀβλεπτέω overlook pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλέπτημα — το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ] παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή …   Dictionary of Greek

  • αβλεψία — η (Α ἀβλεψία) [ἀβλεπτῶ] απροσεξία, παρόραμα, παραδρομή αρχ. η έλλειψη οράσεως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»