-
1 αβιωτοποιός
-
2 ἀβιωτοποιός
-
3 ἀβιωτοποιός
ἀβιωτοποιός, das Leben unerträglich machend, Sp.
-
4 ἀβιωτοποιός
ἀβιωτοποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβιωτοποιός
-
5 ἀβιωτοποιός
См. также в других словарях:
ἀβιωτοποιός — making life insupportable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)