Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀβεβαιότητα

См. также в других словарях:

  • αβεβαιότητα — η έλλειψη βεβαιότητας, αστάθεια: Όλη η οικογένεια για μέρες ζούσε σε μια αβεβαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβεβαιότητα — η (Α ἀβεβαιότης) [ἀβέβαιος] 1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία 2. ασάφεια, αοριστία αρχ. αστάθεια, ακαταστασία …   Dictionary of Greek

  • ἀβεβαιότητα — ἀβεβαιότης instability fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • σασπένς — το, Ν άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)] …   Dictionary of Greek

  • συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»