-
1 αβδηριτισμός
ο придурковатость, глупость -
2 αβδηριτισμός
οTorheit f -
3 ἀμαλογία
ἀμα-λογία· ἀβδηριτισμός, Gloss.,A v.l. for ὁμολογία in Alciphr.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλογία
-
4 ἀμαλογία
Grammatical information: f.Meaning: see below (v.l. for ὁμο- Alkiphr. 4, 18, 10).Origin: GR [a formation built with Greek elements].Etymology: According to Latte Glotta 32, 37f. (with Wilamowitz), haplological for *ἀμαλλολογία prop. `colleting sheaves', then `the accompanying song' \> `bragging'. Frisk called it "sehr hypothetisch". From *ἀμαλο-λογία Grošel Živa Ant. 7, 1957, 40.Page in Frisk: 1,85Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαλογία
См. также в других словарях:
αβδηριτισμός — To να σκέφτεται ή να ενεργεί κάποιος σαν τους Αβδηρίτες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν αβδηρίτες τους άκριτους, τους ματαιόδοξους. Η λέξη προερχόταν από τους κατοίκους των Αβδήρων, τους οποίους οι Έλληνες των άλλων περιοχών θεωρούσαν κενόδοξους και … Dictionary of Greek
αβδηριτισμός — ο ανοησία, μωρία: Αυτά που προτείνεις είναι αβδηριτισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)