Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀβασάνιστα

См. также в других словарях:

  • ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοπιστία — η [αγαθόπιστος] το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι τού λένε, ευπιστία …   Dictionary of Greek

  • αγαθόπιστος — η, ο αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω] …   Dictionary of Greek

  • τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάφτω — και χάβω έχαψα 1. αρπάζω με το στόμα και καταπίνω, τρώγω λαίμαργα: Σ ένα λεπτό έχαψε το φαΐ του. 2. πιστεύω αβασάνιστα: Μη χάφτεις ό,τι σου λένε. 3. φρ., «Xάφτει μύγες», χάνει τον καιρό του, είναι χασομέρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»