Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀέρί-οικος

См. также в других словарях:

  • φυκίοικος — ὁ, Α αυτός που κατοικεί ανάμεσα στα φύκη, δηλαδή ο Ποσειδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + οικος (< οἶκος), πρβλ. ἀερί οικος, χαλκί οικος] …   Dictionary of Greek

  • ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»