Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

это+дело+-ое

  • 61 касаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.δ.
    1. θίγω, εγγίζω, ψαύω, εφάπτομαι•

    касаться стола рукой εγγίζω το τραπέζι με το χέρι.

    2. μτφ.
    επιλαμβάνομαι ακροθιγώς.
    3. μτφ. αφορώ•

    вопрос -ется вас το ζήτημα αφορά εσάς•

    дело это мена не -ется αυτή η υπόθεση δε με αφορά•

    что -ется... ό,τι αφορά..., όσον αφορά...

    Большой русско-греческий словарь > касаться

  • 62 кончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. τελειώνω, περατώνω•

    кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•

    кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.

    2. πεθαίνω, τελευτώ•

    он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.

    || φονεύω, σκοτώνω•

    он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.

    εκφρ.
    кончить жизнь ή век – πεθαίνω•
    кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.
    1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).
    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•

    кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•

    тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•

    перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.

    || πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > кончить

  • 63 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 64 надолго

    επίρ.
    για (επί) πολύ καιρό, επί μακρόν μακριά•

    дело надолго затянулось η υπόθεση τράβηξε μακριά•

    это не надолго αυτό δεν είναι για πολύ ή δεν πάει πολύ•

    надолго ли για πολύ καιρό;

    Большой русско-греческий словарь > надолго

  • 65 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 66 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 67 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

  • 68 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 69 слыхать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слыханный, βρ: -хан, -а, -о.
    1. βλ. слышать.
    2. βλ. слышно (2, 3 σημ.)
    3. (παρνθ. λ.) όπως ακούεται ή λέγεται•

    ты слыхать, за новую работу принялся εσύ, όπως ακούω, έπιασες καινούρια δουλειά.

    εκφρ.
    слыханное (слыхано) ли дело – (απλ.) ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα (απίθανο)•
    где это слыхано – που ακούστηκε αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > слыхать

  • 70 удаться

    удамся, удашься, удастся, удадимся, удадитесь, удадутся, παρλθ. χρ. удался, -лась, -лось, προστκ. удайся ρ,σ.
    1. πετυχαίνω, κατορθώνω,ευοδώνω, -δούμαι, τελεσφορώ•

    операция -лась η εγχείρηση πέτυχε•

    не -лось вам это делать δεν κατορθώσατε αυτό να το κάμετε•

    дело -лось η υπόθεση τελεσφόρησε•

    эта попытка не -лась αυτή προσπάθεια απέτυχε.

    2. συμβαίνω, τυχαίνω•

    такие красивые места вряд ли ещё удаться увидеть τέτοια ωραία μέρη αμφιβάλλω, αν θα μου τύχει να ξαναδώ•

    мне -лось пройти первым μου έτυχε να περάσω πρώτος.

    3. ομοιάζω•

    сын -лся в отца ο γιος έμοιασε τον πατέρα.

    4. επιτυγχάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > удаться

  • 71 устроить

    устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χτίζω• ιδρύω•

    устроить школу χτίζω σχολείο.

    2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.
    3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•

    устроить выставку οργανώνω έκθεση•

    устроить концерт οργανώνω συναυλία•

    устроить спектакль συστήνω θέαμα.

    || στήνω•

    устроить засаду στήνω ενέδρα.

    4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•

    устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•

    устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.

    || δημιουργώ•

    устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•

    устроить сцену δημιουργώ σκηνή•

    устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).

    || βάζω•

    устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•

    устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.

    || εξασφαλίζω, παρέχω.
    5. ικανοποιώ•

    это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.

    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•

    их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•

    дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.

    2. βολεύομαι•

    устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.

    || τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•

    он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•

    устроить на работу πιάνωδούλειά.

    Большой русско-греческий словарь > устроить

  • 72 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • Это дело — ЭТО ДЕЛО. 1. Разг. Экспрес. О чём либо серьёзном, стоящем. Айда со мной! В Сибири, брат, грамотному очень просто, там грамота козырь! Я соглашался, и Ардальон победительно кричал: Ну, вот! Это дело, а не шутки (М. Горький. В людях). Ремонт… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • это дело времени — не скоро, это дело будущего Словарь русских синонимов. это дело времени нареч, кол во синонимов: 2 • не скоро (12) • …   Словарь синонимов

  • это дело будущего — нареч, кол во синонимов: 2 • не скоро (12) • это дело времени (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Это дело не сапог: с ноги не скинешь. — Это дело не сапог: с ноги не скинешь. См. ГОРЕ БЕДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело на зубу. — (прочно, твердо, надежно). См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело пустое. — см. Это плевое дело …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело десятое. — см. Это особь статья …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • виданное ли это дело — кошмар, безобразно, возмутительно, взгляни, как нехорошо, взгляните, как нехорошо, где это видано, видал, видали, виданное ли дело, полюбуйся, полюбуйтесь, удивительно, ужас Словарь русских синонимов. виданное ли это дело нареч, кол во синонимов …   Словарь синонимов

  • Виданное ли это дело — Разг. Экспрес. Возможно ли такое? О чём либо необычном. А это на что похоже, что вчера только восемь фунтов пшена отпустила, опять спрашивают… Ну виданное ли это дело восемь фунтов? (Л. Н. Толстой. Детство). Да куда мы заехали, прибавил Михеич… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Ты все пела? это дело: Так поди же попляши! — Цитата из басни И.А. Крылова Стрекоза и Муравей (1808). Выражение это употребляется как упрек беззаботному человеку. Словарь крылатых слов. Plutex. 2004 …   Словарь крылатых слов и выражений

  • вот это дело — нареч, кол во синонимов: 2 • вот это я понимаю (2) • зачетно (22) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»