-
61 спуск
спускм1. ἡ καθέλκυση [-ις], ἡ καθο-λκή (корабля на воду)/ ἡ κατάβαση, τό κατέβασμα (с горы и т. п.)/ ἡ προσγείωση (самолета и т. п.)·2. (откос) ἡ κλιτύς:крутой \спуск ὁ ἀπότομος κατήφορος·3. (в оружии) ἡ σκανδάλη (ὅπλου)·4. полигр. (формы) ἡ σελιδοθέτηση [-ις]· ◊ не давать кому́-л. \спуску разг δέν χαρίζω κάστανα. -
62 ступа
сту́п||аж τό γουδί· ◊ толочь воду в \ступае погов. κάνω μιά τρύπα στό νερό, κοπανώ ἀέρα -
63 таскать
таскатьнесов1. (носить) κουβαλώ/ σέρνω πίσω μου (волочить):\таскать воду κουβαλώ νερό· \таскать всюду с собой κουβαλώ μαζί μου παντοῦ· он еле ноги таскает μόλις σέρνει τά πόδια του·2. (воровать) разг σουφρώνω, κλέβω:\таскать кур κλέβω κότες·3. (об одежде, обуви) φορώ·4. (дергать) τραβώ:\таскать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· \таскать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ \таскать по судам τραβολογώ στά δικαστήρια· \таскать для кого́-л. каштаны из огня погов. βγάζω τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά. -
64 течь
теч||ь Iнесов χύνομαι, τρέχω, κυλάω/ ρέω (о реке и т. ἡ.) στάζω, σταλάζω (сочиться, вытекать):слезы теку́т τά δάκρυα χύνονται· кровь \течьет из раны τό αίμα τρέχει ἀπ' τήν πληγή· с меня пот \течьет градом ὁ ίδρωτας τρέχει ποτάμι· река \течьет τό ποτάμι κυλάει (или ρέει)·2. (о времени) κυλάω, περνώ:дни теку́т однообразно οἱ μέρες κυλάνε μονότονα· время \течьет ὁ καιρός περνᾶ·3. (пропускать воду) κάνω νερά, τρέχω (о судне)! στάζω (о крыше, бочке и т. п.)/ βάζω νερό (о галошах)· ◊ мысли теку́т οἱ σκέψεις κυλάνε· у меня слюнки теку́т разг τρέχουν τά σάλια μου.течь II ж τό ρήγμα, ἡ διαρροή:\течь в корабле τό ρήγμα πλοίου· корабль дал \течь τό πλοίο κάνει νερά· заделать \течь καλαφατίζω τό ρήγμα. -
65 толочь
толочьнесов κοπανίζω, τρίβω, σπάζω:\толочь сахар κομματιάζω ζάχαρη· ◊ \толочь воду в сту́пе погов. κοπανίζω ἀέρα. -
66 черпать
черпатьнесов1. ἀντλῶ, βγάζω, τραβώ:\черпать воду ἀντλῶ νερό· \черпать землю βγάζω τό χώμα·2. перен ἀντλώ:\черпать си́лы ἀντλώ δυνάμεις· \черпать знания ἀντλώ γνώσεις. -
67 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
68 баламутить
-мучу, -мутишь, ρ.δ.μ.(απλ.)1. φέρνω σύγχυση, ταραχή, αναστατώνω, καταθορυβώ.2. θολώνω•баламутить воду θολώνω το νερό.
-
69 брод
-а (-у) α.πόρος, ρηχό μέρος του ποταμού. || πέρασμα ποταμού•не зная -у не суйся в воду παρμ. άμα δεν ξέρεις την υπόθεση, μην ανακατεύεσαι• μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν.
-
70 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
71 вкачать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкачанный, βρ: -чан, -а, -оχύνω μέσα αντλώντας•в бак -ли воду στο ντεπόζιτο έχυσαν νερό με την αντλία.
-
72 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
73 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
74 возить
вожу, возишь, ρ.δ.μ.1. βλ. везти (1 σημ.).2. (απλ.) σέρνω.3. (απλ.) χτυπώ (με κάτι βαρύ).εκφρ.возить воду на ком-л. – παραφορτώνω κάποιον με βαριά δουλειά.1. στριφογυρίζω, -ρνώ•дети -ятся на полу τα παιδιά στριφογυρίζουν στο πάτωμα.
2. φροντίζω, μεριμνώ. ασχολούμαι.3. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι. -
75 возмутить
-ущу, -утишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ущенный, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.1. παλ. θολώνω•возмутить воду θολώνω το νερό.
2. αγανακτώ, οργίζω.3. παλ. εξεγείρω, παρακάνω σε εξέγερση, στάση, στασιάζω.1. αγανακτώ, δυσανασχετώ.2. παλ. στασιάζω, εξεγείρομαι. -
76 впивать
ρ.δ.μ. απορροφώ, πίνω•губка -ет в себе воду το σφουγγάρι απορροφά το νερό.
1. απορροφιέμαι.2. βλ. впиться (3 σημ.). -
77 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
78 выкачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкачанный, -чан, -а, -оαντλώ, εξαντλώ, εκχέω, αδειάζω, εκκενώνω, βγάζω, τρομπάρω•воду αντλώ νερό•
выкачать воздух βγάζω τον αέρα.
|| μτφ. (απλ.) τραβώ, σηκώνω, παίρνω βαθμιαία•выкачать все деньги από λίγα-λίγα σηκώνω όλα τα χρήματα.
αντλούμαι, εξαντλούμαι, χύνομαι έξω, βγαίνω. -
79 вылить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.
2. χύνω μέταλλο•вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.
|| μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.
2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.
-
80 выпустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω να βγει, να φύγει•я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.
|| βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.
|| αφήνω, δεν κρατώ.2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).4. παράγω•выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.
|| εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).6. βγάζω έξω•выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.
|| μεγαλώνω, μακραίνω•выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.
εκφρ.выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.
См. также в других словарях:
Воду толочь — (въ ступѣ) непроизводительный, пустой трудъ. Ср. Если бъ захотѣли вполнѣ раздавить, уничтожить человѣка, наказать его самымъ ужаснымъ наказаніемъ, то стоило бы только придать работѣ характеръ совершенной, полнѣйшей безполезности и безсмыслицы.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Воду толочь - вода и будет. — Воду варить вода и будет. Воду толочь вода и будет. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
воду возить можно — хоть поросят об лоб бей, здоровый, об дорогу не убьешь, сильный, пахать можно, здоров как бык, не ущипнешь, что ему делается, здоровяк, поросят можно об лоб бить Словарь русских синонимов. воду возить можно прил., кол во синонимов: 10 • здоров,… … Словарь синонимов
Воду влить в стакан вина — Воду влить въ стаканъ вина разбавить его (иноск.) усмириться, успокоиться, одуматься. Ср. Смирились вы, моей весны Высокопарныя мечтанья, И въ поэтическій бокалъ Воды я много подмѣшалъ. А. С. Пушкинъ. Отрывки изъ путешествія Онѣгина. (Въ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Воду толчешь? - Толку. - А пыль идет? - Нет. - Толки еще. — Воду толчешь? Толку. А пыль идет? Нет. Толки еще. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Воду жалеть - и каши не сварить. — Воду жалеть и каши не сварить. См. ТОРОВАТОСТЬ СКУПОСТЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
воду в ступе толокший — прил., кол во синонимов: 35 • балаболивший (39) • балабонивший (37) • бобы разводивший … Словарь синонимов
воду толочь — См … Словарь синонимов
воду толочь — (в ступе) непроизводительный, пустой труд Ср. Если б захотели вполне раздавить, уничтожить человека, наказать его самым ужасным наказанием, то стоило бы только придать работе характер совершенной, полнейшей бесполезности и бессмыслицы. Если б… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Воду толочь. — Камни ворочать. Землю копать. Воду толочь. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ В решете воду носить. Воду толочь. Строить водотолчу. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Воду варить - вода и будет. — см. Воду толочь вода и будет … В.И. Даль. Пословицы русского народа