Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

четвёрк

  • 1 четвёртый

    четвёртый τέταρτος; \четвёртыйого
    * * *

    четвёртого числа́ — στις τέσσερις του μήνα

    Русско-греческий словарь > четвёртый

  • 2 четвёрка

    четвёрка ж спорт, το τετράκωπο
    * * *
    ж спорт.
    το τετράκωπο

    Русско-греческий словарь > четвёрка

  • 3 четвёртый

    1. (αριθμητικό τακτικό) τέταρτος•

    четвёртый этаж τέταρτος όροφος.

    2. (κατά την απαρίθμηση)• τέταρτο(ν).
    3. το τεταρτημόριο.
    εκφρ.
    четвёртый класс – τρίτη θέση (κατάστρωμα).

    Большой русско-греческий словарь > четвёртый

  • 4 четвёрка

    θ.
    1. το τεσσάρι•

    пиши -у γράψε τεσσάρι.

    || ο αριθμός 4 των λεωφορείων, τρόλεϋ, τραμ κλπ.• сесть на -у κάθομαι στο τέσσερα (μεταφορ. μέσο)•

    жду -у περιμένω το τέσσερα.

    2. ο σχολικός βαθμός 4 (πολύ καλά).
    3. το τεσσάρι των παιγνιόχαρτων
    4. τετράδα ζευγμένων αλόγων.
    5. (γενικά) η τετράδα.
    6. τετράκωπη βάρκα.

    Большой русско-греческий словарь > четвёрка

  • 5 четвёрочник

    α., -ца, -ы θ.
    μαθητής, -ρια με επίδοση 4 (πολύ καλά).

    Большой русско-греческий словарь > четвёрочник

  • 6 четвёртка

    θ.
    το τεταρτημόριο• το τέταρτο.

    Большой русско-греческий словарь > четвёртка

  • 7 в-четвёртых

    επίρ.
    τέταρτο(ν),

    Большой русско-греческий словарь > в-четвёртых

  • 8 четверть

    1. (четвёртая часть) το (ένα) τέταρτο 2. (четвёртая часть года) το τρίμηνο 3. (старая русская мера объёма сыпучих тел) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας που ισούται περίπου με 210 κιλά 4. (старая русская мера объёма жидкости) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας υγρών (που ισούται περίπου με 3 λίτρα) 5 (старая русская мера длины) το παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους (που ισούται περίπου με 0,18 μέτρα) 6. (старая русская мера земельной площади) το παλαιό ρωσικό μέτρο εμβαδού (που ισούται περίπου με 1,6 στρέματα) 7. (круга) см. квадрант 8. муз. το τέταρτο (νότα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > четверть

  • 9 передел

    I.
    (деление заново) το ξαναμοί-ρασμα, η αναδιανομή.
    II. мет. η μεταλλουργική φάση
    четвёртый - η συμπληρωματική κατεργασία (π.χ. η διαμόρφωση, η επικάλυψη με προστατευτική στρώση)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передел

  • 10 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 11 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 12 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

См. также в других словарях:

  • четвёрт — (обл.). Только в сочетании сам четвёрт, см. (сам). Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • -четвёрт — (обл.). Только в сочетании сам четвёрт, см. сам . Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • четв. — четв. чт. четверть четв. Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. четв. Ч чт. чтв. четверг; по четвергам чт. Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русс …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • четв. — четв. четверть Культурология. XX век. Энциклопедия. 1998 …   Энциклопедия культурологии

  • ·четв. — ·четв. (abbreviation) четвертей Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • четвёрка — сущ., ж., употр. сравн. часто Морфология: (нет) чего? четвёрки, чему? четвёрке, (вижу) что? четвёрку, чем? четвёркой, о чём? о четвёрке; мн. что? четвёрки, (нет) чего? четвёрок, чему? четвёркам, (вижу) что? четвёрки, чем? четвёрками, о чём? о… …   Толковый словарь Дмитриева

  • четвёрочный — четвёрочный, четвёрочная, четвёрочное, четвёрочные, четвёрочного, четвёрочной, четвёрочного, четвёрочных, четвёрочному, четвёрочной, четвёрочному, четвёрочным, четвёрочный, четвёрочную, четвёрочное, четвёрочные, четвёрочного, четвёрочную,… …   Формы слов

  • четвёртый — четвёртый, четвёртая, четвёртое, четвёртые, четвёртого, четвёртой, четвёртого, четвёртых, четвёртому, четвёртой, четвёртому, четвёртым, четвёртый, четвёртую, четвёртое, четвёртые, четвёртого, четвёртую, четвёртое, четвёртых, четвёртым, четвёртой …   Формы слов

  • Четвёрка — Четвёрка  существительное, соответствующее числу 4. Четвёрка (оценка) в школе, по пятибалльной системе «хорошо». Четвёрка  разговорное название автомобилей ВАЗ 2104, Audi A4. Четвёрка  четырёхместные сани в бобслее. Четвёрка … …   Википедия

  • Четвёртая Гражданская улица — Москва Общая информацияМоскваРоссия Страна Россия Город Москва Округ …   Википедия

  • четвёрка — четвёрка, четвёрки, четвёрки, четвёрок, четвёрке, четвёркам, четвёрку, четвёрки, четвёркой, четвёркою, четвёрками, четвёрке, четвёрках (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»