Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ужин

  • 1 ужин

    ужин м το δείπνο, το βραδινό φαγητό· что сегодня на \ужин? τι τρώμε απόψε;
    * * *
    м
    το δείπνο, το βραδινό φαγητό

    что сего́дня на у́жин? — τι τρώμε απόψε

    Русско-греческий словарь > ужин

  • 2 ужин

    α.
    το δείπνο•

    за -ом κατά το δείπνο, στο δείπνο.

    α. (διαλκ.) η θερισμένη ποσότητα.

    Большой русско-греческий словарь > ужин

  • 3 ужин

    ужин
    м τό δεΐπνο[ν]:
    за \ужином στήν ὠρα τοῦ δείπνου.

    Русско-новогреческий словарь > ужин

  • 4 ужин

    [ούζύν] ουσ. α. δείπνο

    Русско-греческий новый словарь > ужин

  • 5 ужин

    [ούζύν] ουσ α δείπνο

    Русско-эллинский словарь > ужин

  • 6 ужинать

    ужин||ать
    несов δειπνώ.

    Русско-новогреческий словарь > ужинать

  • 7 банкет

    I.
    1.(дорожный) η αναβαθμίδα, η βαθμίδα
    2. (барьер, перегораживающий русло реки для проведения каких-л. работ) το φράγμα. II.
    (званый обед, ужин) η δεξίωση, το επίσημο γεύμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банкет

  • 8 еда

    еда
    ж
    1. (пища) ἡ τροφή·
    2. (обед, завтрак, ужин) τό γεύμα, τό φαγητό(ν), τό φαγί:
    во время еды τήν ὠρα τοϋ φαγητού· аппетит приходит во время еды ἡ ὀρεξη ἐρχεται τρώγοντας.

    Русско-новогреческий словарь > еда

  • 9 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 10 накрыть

    -рою, -роешь ρ.σ.μ.
    1. (επι)καλύπτω, σκεπάζω•

    накрыть лицо платком σκεπάζω το πρόσωπο με το μαντήλι•

    накрыть стол скатертью στρώνω το τραπέζι.

    || καλύπτω ολοσχερώς.
    2. συλλαμβάνω, πιάνω ξαφνικά, απρόοπτα, επιτόπου.
    3. βάλλω ακριβώς στο στόχο, βουλώνω.
    εκφρ.
    накрыть завтрак, обед, ужин ή накрыть завтракать, обедать, ужинать – ετοιμάζω το πρόγευμα,το γεύμα, το δείπνο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι• ρίχνω επάνω. || παλ. σκεπάζω το κεφάλι, φορώ καπέλο.
    (προστκ.) накройсь καπελώσου (παράγγελμα στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > накрыть

  • 11 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 12 праздничный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. γιορταστικός, εορταστικός• γιορτινός, γιορτιάτικος•

    праздничный вид γιορταστική όψη•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    праздничный ужин γιορτινό δείπνο•

    праздничный наряд γιορτινή στολή.

    2. χαρμόσυνος.

    Большой русско-греческий словарь > праздничный

  • 13 смиренный

    επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно.
    1. ταπεινός, μετρ ιόφρονας• ταπε ινόφρονας. || μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός•

    смиренный ужин λιτό δείπνο.

    2. ήπιος, πράος• βολικός.
    3. (απλ.) ήσυχος, άκακος.

    Большой русско-греческий словарь > смиренный

  • 14 фундаментальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. στέρεος, γερός•

    -ая постройка στέρεα οικοδομή.

    || μτφ. θεμελιώδης, ριζικός, βαθύς-фундаментальныйые знания θεμελιώδεις γνώσεις. || μεγάλος, σημαντικός•

    -ая доза μεγάλη δόση•

    фундаментальный ужин μεγάλο δείπνο.

    2. βασικός, κύρ ιος• κεντρ ικός.

    Большой русско-греческий словарь > фундаментальный

См. также в других словарях:

  • ужин — ужин, а …   Русский орфографический словарь

  • УЖИН — 1. УЖИН, ужина, мн. нет, муж. (обл.). Количество сжатого с полей хлеба. Большой ужин. Богатый ужин. 2. УЖИН, ужина, муж. 1. Прием пищи, приуроченный к вечеру, в отличие от завтрака и обеда. «За ужином я сидел подле нее.» А.Тургенев. Лечь спать… …   Толковый словарь Ушакова

  • УЖИН — 1. УЖИН, ужина, мн. нет, муж. (обл.). Количество сжатого с полей хлеба. Большой ужин. Богатый ужин. 2. УЖИН, ужина, муж. 1. Прием пищи, приуроченный к вечеру, в отличие от завтрака и обеда. «За ужином я сидел подле нее.» А.Тургенев. Лечь спать… …   Толковый словарь Ушакова

  • ужин — См. пир... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. ужин еда, пир; пища, банкет, вечеря, пирушка Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • Ужин — I ужин м. 1. Принятие пищи вечером. отт. Кушанья, предназначаемые для еды вечером. 2. Вечерний приём гостей с угощением. II уж ин м. местн. 1. процесс действия по гл. ужинать отт. Результат такого действия. 2. Количество хлебов, сжатых с полей… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Ужин — I ужин м. 1. Принятие пищи вечером. отт. Кушанья, предназначаемые для еды вечером. 2. Вечерний приём гостей с угощением. II уж ин м. местн. 1. процесс действия по гл. ужинать отт. Результат такого действия. 2. Количество хлебов, сжатых с полей… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ужин —     УЖИН, устар., высок. вечеря     УЖИНАТЬ/ПОУЖИНАТЬ, разг. сниж. вечерять/повечерять, разг. сниж., сов. отужинать …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • УЖИН — УЖИН, а, муж. 1. Вечерняя еда. Поздний у. Что у нас на у.? 2. Пища, приготовленная для вечерней еды. Легкий у. У. на столе. | прил. ужинный, ая, ое. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Ужин — (во времена Регентства) ■ Там было больше остроумия, чем шампанского …   Лексикон прописных истин

  • ужин — I у/жин а; м. см. тж. ужинный 1) Вечерняя еда, последний приём пищи перед ночным сном. Ранний, поздний ужин. Скоро будет ужин. Подать к ужину, на ужин. Решать проблемы за ужином. 2) Пища, предназначенная для вечерней еды …   Словарь многих выражений

  • Ужин — Эта статья о приёме пищи; об озере см.: Ужин (озеро). Ужин (устаревшее: вечеря (др. греч. δεῖπνον) славянское название вечерней трапезы)  последний приём пищи в конце дня, как правило вечером или ночью. Ужин является одним из основных… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»