Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

справиться+it

  • 1 справиться

    справиться 1) (осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ 2) (одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.)
    * * *
    1) ( осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ
    2) ( одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.)

    Русско-греческий словарь > справиться

  • 2 справляться

    справляться см. справиться
    * * *

    Русско-греческий словарь > справляться

  • 3 где

    где
    нареч
    1. вопр. ποῦ:
    \где вы живете? ποῦ κατοικείτε;, ποῦ μένετε;· \где вы работаете? ποῦ δουλεύετε;, ποῦ ἐργάζεστε;·
    2. относ. ὀπου:
    \где бы то ни было ὁπουδήποτε· больше, чем \где бы то ни было περισσότερο παρά ὁπουδήποτε ἀλλοῦ· ◊ \где ему́ справиться! ποῦ νά τά βγάλει πέρα!

    Русско-новогреческий словарь > где

  • 4 сладить

    слад||ить
    сов разг
    1. см. слаживать·
    2. (справиться) τά βγάζω πέρα:
    ему с этим делом не \сладитьить δέν θά τά βγάλει πέρα σ' αὐτή τή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > сладить

  • 5 бы

    κ. б.
    1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.
    2. (μόριο δυνητικό) θα•

    он бы пришел ή пришел, если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).

    (σημαίνει επιθυμία)• θα•

    я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.

    (μόριο υποθετικό) θα•

    ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.

    3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•

    спеть бы θέλω να τραγουδίσω•

    не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.

    || (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•

    мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.

    Большой русско-греческий словарь > бы

  • 6 где

    επίρ.
    1. ερωτ. που;•

    где вы работаете? που δουλεύετε;

    2. τοπ. πού•

    вот где να που.

    3. αναφ. όπου•

    везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•

    где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•

    больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•

    где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.

    εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•
    где бы – αντί να•
    где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε.

    Большой русско-греческий словарь > где

  • 7 задание

    ουδ.
    καθήκο, έργο υποχρεωτικό•

    производственное задание παραγωγικό καθήκο•

    выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•

    плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.

    || εργασία, δουλειά•

    домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.

    || παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•

    боевое задание αποστολή μάχης•

    особое задание ειδική αποστολή•

    сменное задание δουλειά για μια βάρδια•

    не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..

    Большой русско-греческий словарь > задание

  • 8 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 9 собственный

    επ.
    1. ιδιόκτητος•

    собственный дом δικό μου (ιδιόκτητο) σπίτι•

    собственный автомобиль ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο (γιώτα–χι).

    2. δικός μου, ίδιος•

    справиться -ыми силами τα βγάζω πέρα (αντεπεξέρχομαι) με τις δικές μου δυνάμεις•

    видеть -ыми глазами βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια•

    по -ому желанию οικειοθελώς, ιδιόθελα, αυτόθελα, θεληματικά, αυτοπροαίρετα•

    собственный вес το βάρος μου.

    3. κυριολεκτικός•
    εκφρ.
    - ое имя – (γραμμ.) το κύριο όνομα•
    -ой персоной ή особойβλ. собственнолично• в -ые руки βλ. собственноручно• жить на собственный счёт ζω με τα δικά μου χρήματα (ανεξάρτητα).

    Большой русско-греческий словарь > собственный

  • 10 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

См. также в других словарях:

  • СПРАВИТЬСЯ — справлюсь, справишься, сов. (к справляться). 1. с чем. Сладить, совладать с чем н., исполнить или суметь исполнить что н. Справиться с делом. Я не справлюсь в один день со всеми этими поручениями. Справиться со своей задачей. 2. с кем чем.… …   Толковый словарь Ушакова

  • справиться — спросить, осведомиться, узнать, навести справку; осилить, совладать, сладить, управиться, преодолеть, одолеть; совладеть, свериться, поуправиться, поднять, выкарабкаться, не дать воли, перебороть, превозмочь, отметиться, пересилить, победить,… …   Словарь синонимов

  • СПРАВИТЬСЯ 1 — СПРАВИТЬСЯ 1, влюсь, вишься; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • СПРАВИТЬСЯ 2 — СПРАВИТЬСЯ 2, влюсь, вишься; сов., о ком чём. Навести справку о ком чём н., осведомиться. С. о здоровье больного. С. в словаре о значении слова. С. по телефону. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • справиться — СПРАВИТЬСЯ, влюсь, вишься; совер. 1. с чем. Сделать, выполнить что н., суметь сделать, выполнить что н. С. с работой. Не с. с поручением. 2. с кем (чем). Одолеть в борьбе, побороть кого что н. С. с противником. С. с болезнью. | несовер.… …   Толковый словарь Ожегова

  • справиться — 1. СПРАВИТЬСЯ, влюсь, вишься; св. 1. обычно с чем. Сделать, выполнить что л.; суметь сделать, выполнить что л. С. с работой. С. с поручением. С. с задачей. С. с платежами. // Нар. разг. Сделать всю нужную работу где л. С. по дому. Справлюсь на… …   Энциклопедический словарь

  • справиться — • преодолеть, побороть, пересилить, превозмочь, справиться, обуздать Стр. 0837 Стр. 0838 Стр. 0839 Стр. 0840 Стр. 0841 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • Справиться — сов. 1. Закончить, завершить какую либо работу. 2. см. тж. справляться I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • справиться — справиться, справлюсь, справимся, справишься, справитесь, справится, справятся, справясь, справился, справилась, справилось, справились, справься, справьтесь, справившийся, справившаяся, справившееся, справившиеся, справившегося, справившейся,… …   Формы слов

  • справиться — глаг., св., употр. часто см. нсв. справляться Толковый словарь русского языка Дмитриева. Д. В. Дмитриев. 2003 …   Толковый словарь Дмитриева

  • справиться — спр авиться, влюсь, вится …   Русский орфографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»