-
1 ask
ρωτώ -
2 poprosić
ρωτώ -
3 spytać
ρωτώ -
4 upraszać
ρωτώ -
5 спросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•
спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.
2. ζητώ να μου δοθεί•спросить разрешение ζητώ άδεια•
спросить совет ζητώ συμβουλή.
3. απαιτώ•сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;
1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•
-ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).
2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.
3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
6 выспрашивать
выспрашиватьнесов, выспросить сов (ἐ)ρωτώ, ρωτώ ἐπίμονα, ἐξετάζω (или ρωτώ) νά μάθω. -
7 inquire
1) (to ask: He inquired the way to the art gallery; She inquired what time the bus left.) ρωτώ2) ((with about) to ask for information about: They inquired about trains to London.) ζητώ πληροφορίες,ρωτώ να μάθω3) ((with after) to ask for information about the state of (eg a person's health): He enquired after her mother.) ρωτώ να μάθω(τι κάνει)4) ((with for) to ask to see or talk to (a person): Someone rang up inquiring for you, but you were out.) ζητώ5) ((with for) to ask for (goods in a shop etc): Several people have been inquiring for the new catalogue.) ζητώ6) ((with into) to try to discover the facts of: The police are inquiring into the matter.) ερευνώ•- inquiry- make inquiries -
8 задать
задать 1) (урок и т. п.) δίνω 2): \задать вопрос ρωτώ, κάνω ερώτηση* * *1) (урок и т. п.) δίνω2)зада́ть вопро́с — ρωτώ, κάνω ερώτηση
-
9 опросить
-
10 расспрашивать
-
11 справиться
справиться 1) (осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ 2) (одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.)* * *1) ( осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ2) ( одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.) -
12 спросить
спросить 1) ρωτώ· разрешите \спросить επιτρέψτε μου να ρωτήσω 2) απαιτώ (потребовать)* * *1) ρωτώразреши́те спроси́ть — επιτρέψτε μου να ρωτήσω
2) απαιτώ ( потребовать) -
13 переспросить
-рошу, -рбсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переспрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξαναρωτώ, επανερωτώ.2. ρωτώ (πολλούς, όλους)•переспросить всех учеников ρωτώ (εξετάζω) όλους τους μαθητές.
-
14 опрашивать
1. (с целью получения каких-л. сведений) ρωτώ, επερωτώ 2. юр. ανακρίνω 3. (для проверки знаний) εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опрашивать
-
15 осведомляться
осведом||лятьсяπληροφο-ροῦμαι, ρωτῶ. -
16 справляться
справлятьсянесов1. (осведомляться) (ἐ)ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, πληροφο-ροῦμαι:\справляться о здоровье πληροφοροῦμαι γιά τήν ὑγεία κάποιου·2. (с кем-л., с чем-α.) τά βγάζω πέρα, ἀντεπεξέρχομαι. -
17 спрашивать
спрашиватьнесов1. (ἐ)ρωτῶ/ πληροφοροῦμαι (справляться)·2. (требовать ответственности) ἀπαιτώ, ἀξιῶ·3. (желать видеть) ζητῶ νά δῶ. -
18 ask
1) (to put a question: He asked me what the time was; Ask the price of that scarf; Ask her where to go; Ask him about it; If you don't know, ask.) ρωτώ2) (to express a wish to someone for something: I asked her to help me; I asked (him) for a day off; He rang and asked for you; Can I ask a favour of you?) ζητώ3) (to invite: He asked her to his house for lunch.) προσκαλώ•- ask for
- for the asking -
19 ask after
(to make inquiries about the health etc of: She asked after his father.) ρωτώ (να μάθω πληροφορλιες ή νέα) -
20 query
['kwiəri] 1. plural - queries; noun1) (a question: In answer to your query about hotel reservations I am sorry to tell you that we have no vacancies.) ερώτημα2) (a question mark: You have omitted the query.) ερωτηματικό2. verb1) (to question (a statement etc): I think the waiter has added up the bill wrongly - you should query it.) αμφισβητώ2) (to ask: `What time does the train leave?' she queried.) ρωτώ, διερωτώμαι
См. также в других словарях:
ρωτώ — ρωτάω / ρωτώ, ρώτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρωτώ — Ν βλ. ερωτώ … Dictionary of Greek
(ε)ρωτώ — (ε)ρώτησα, (ε)ρωτήθηκα ζητώ από κάποιον να με πληροφορήσει, ζητώ με το λόγο απάντηση σε κάτι: Ρώτα πριν αποφασίσεις. ρωτώ ησα, ήθηκα, ημένος ερωτώ: Ρώτησέ τον ποια ώρα θα γυρίσει στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ … Dictionary of Greek
επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… … Dictionary of Greek
ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… … Dictionary of Greek
διεξερούμαι — διεξεροῡμαι ( έομαι) (Α) ρωτώ, εξετάζω, πληροφορούμαι ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εξερούμαι, επικ. τ. του εξέρομαι «ρωτώ, αναζητώ, εξερευνώ»] … Dictionary of Greek
εξερεείνω — ἐξερεείνω (Α) [ερεείνω] 1. ρωτώ να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», Ομ. Οδ.) 2. εξετάζω 3. ρωτώ 4. ερευνώ, αναζητώ («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», Ομ. Οδ.) 5. δοκιμάζω τις χορδές τής κιθάρας … Dictionary of Greek
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek
επερωτώ — (AM ἐπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία αρχ. μσν. ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῑν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.) μσν. (νομ.) συμφωνώ με ομολογία αρχ. 1. ρωτώ 2. προβάλλω ερώτηση,… … Dictionary of Greek
καταπυνθάνομαι — (AM) ρωτώ να μάθω ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυνθάνομαι «ρωτώ να μάθω»] … Dictionary of Greek