Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

случая

  • 1 игра

    игра
    ж
    1. τό παιγνίδι:
    \игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·
    2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:
    Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·
    3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο.

    Русско-новогреческий словарь > игра

  • 2 искать

    искать
    несов
    1. ἐρευνῶ, ψάχνω, γυρεύω, ἀναζητῶ:
    \искать повсюду γυρεύω παντού·
    2. (стараться получить) ψάχνω νά βρω, ἀναζητώ, ζητῶ νά βρῶ:
    \искать работу ψάχνω νά βρῶ δουλειά· \искать помощи ζητώ νά βρω βοήθεια· \искать повода ψάχνω νά βρω πρόφαση· \искать случая ψάχνω νά βρῶ εὐκαιρία· ◊ \искать глазами ψάχνω μέ τό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > искать

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 ждать

    жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•

    -поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•

    жди меня περίμενε με•

    ждать письмо περιμένω γράμμα•

    ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•

    -удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•

    ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•

    он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•

    ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•

    что ждет меня? τι με περιμένει;•

    ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.

    2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•

    мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•

    он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.

    εκφρ.
    время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•
    ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•
    того и жди – αυτό και να περιμένεις.

    Большой русско-греческий словарь > ждать

  • 5 игра

    -ы, πλθ. игры, игр θ.
    1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•

    игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•

    игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•

    спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•

    азартные -ы τυχερά παιγνίδια.

    || χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.
    2. άθυρμα•

    детские -ы παιδικά παιγνίδια•

    распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.

    3. πλθ. αγώνες•

    олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•

    игра ринфские -ы τα Ισθμια.

    4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.
    5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•

    опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•

    политическя игра πολιτικό παιγνίδι•

    сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•

    эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•

    игра вина το άφρισμα του κρασιού•

    игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.

    εκφρ.
    игра воображения – αποκύημα φαντασίας•
    игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•
    игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•
    случая ή судьбы – φορά της τύχης•
    биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•
    игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•
    играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > игра

  • 6 исключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исключенный, βρ: -чей, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. αποκλείω, εξαιρώ διαγράφω, σβήνω•

    я -ил возможность такого случая εγώ απέκλεισα τη δυνατότητα τέτοιας περίπτωσης•

    исключить из партии διαγράφω από το κόμμα.

    2. διώχνω, αποβάλλω•

    исключить ученика из школы αποβάλλω μαθητή από το σχολείο•

    не -чена возможность δεν αποκλείεται η δυνατότητα, είναι δυνατό.

    Большой русско-греческий словарь > исключить

  • 7 лишить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шею
    ρ.σ.μ.
    στερώ, αποστερώ αφαιρώ•

    лишить свободы στερώ της ελευθερίας•

    лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    -возможности στερώ της δυνατότητας•

    лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•

    лишить наследства αποκληρώνω•

    лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.

    εκφρ.
    лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•
    лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).
    στερούμαι, χάνω•

    лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•

    лишить разума χάνω το λογικό•

    чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•

    доверия χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ).

    Большой русско-греческий словарь > лишить

  • 8 частность

    θ.
    το ξεχωριστό, το μεμονωμένο το ιδιαίτερο•

    частность явления ο μεμονωμένος χαρακτήρας του φαινομένου•

    частность случая ο μεμονωμένος χαρακτήρας της περίπτωσης.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    вчастностьи – ιδιαίτερα, ιδίως.

    Большой русско-греческий словарь > частность

См. также в других словарях:

  • случая — (не) иметь случая • обладание (не) пропускать случая • использование (не) упускать случая • использование (не) упустить случая • использование ждать случая • модальность, ожидание ждать удобного случая • модальность, ожидание искать случая •… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • СЛУЧАЯ ОТДЕЛЬНОГО ИЗУЧЕНИЕ — англ. case study; нем. (Einzel) Fallstudie. Детальное исследование определенного примера к. л. класса феноменов. Antinazi. Энциклопедия социологии, 2009 …   Энциклопедия социологии

  • СЛУЧАЯ ОТДЕЛЬНОГО ИЗУЧЕНИЕ — англ. case study; нем. (Einzel) Fallstudie. Детальное исследование определенного примера к. л. класса феноменов …   Толковый словарь по социологии

  • дело случая — игра случая, игра судьбы, ирония судьбы, случай, нечаянность, лотерея, случайность Словарь русских синонимов. дело случая сущ., кол во синонимов: 7 • игра случая (9) • …   Словарь синонимов

  • от случая к случаю — Неизм. Иногда, непостоянно, порой, временами. = Время от времени. Обычно с глаг. несов. вида: заниматься, встречаться… как часто? от случая к случаю. С годами мы встречались все реже и от случая к случаю. Писать стихи Павел Петрович начал… …   Учебный фразеологический словарь

  • ИЗУЧЕНИЕ СЛУЧАЯ — (англ. Case study) специфич. метод получения эмпирич. данных, исследовательская стратегия в изучении соц. явлений. Исторически И.с. восходит к методологич. опыту различн. наук и соц. практике. Одним из источников его формирования является… …   Российская социологическая энциклопедия

  • Номер Страхового Случая — кодификационный шифр страхового случая, представляющий собой буквенно цифровое обозначение, несущее в себе информацию по факту и обстоятельствам страхового случая. Используется для автоматизированной обработки страховой информации. Словарь бизнес …   Словарь бизнес-терминов

  • Не упускать случая — НЕ УПУСКАТЬ СЛУЧАЯ. НЕ УПУСТИТЬ СЛУЧАЯ. Разг. Воспользоваться благоприятными обстоятельствами, чтобы что либо сделать, предпринять. На другой день в школе я чувствовал себя «не в своей тарелке» считал, что директор не упустит случая и «помотает… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Не упустить случая — НЕ УПУСКАТЬ СЛУЧАЯ. НЕ УПУСТИТЬ СЛУЧАЯ. Разг. Воспользоваться благоприятными обстоятельствами, чтобы что либо сделать, предпринять. На другой день в школе я чувствовал себя «не в своей тарелке» считал, что директор не упустит случая и «помотает… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • СТРАХОВАНИЕ ОТ НЕСЧАСТНОГО СЛУЧАЯ — (accident insurance) Страхование, которое дает право владельцу полиса на получение определенной суммы денег при повреждении глаза (глаз) или части (частей) тела в результате несчастного случая. В случае смерти владельца полиса лица, находящиеся… …   Словарь бизнес-терминов

  • Три случая убийства — Three Cases of Murder Жанр ужасы триллер В главных ролях Орсон Уэллс Алан Бэдел Джон Грегсон Андре Морелл Патрик Макни …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»