-
1 игра
играж1. τό παιγνίδι:\игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο. -
2 искать
искатьнесов1. ἐρευνῶ, ψάχνω, γυρεύω, ἀναζητῶ:\искать повсюду γυρεύω παντού·2. (стараться получить) ψάχνω νά βρω, ἀναζητώ, ζητῶ νά βρῶ:\искать работу ψάχνω νά βρῶ δουλειά· \искать помощи ζητώ νά βρω βοήθεια· \искать повода ψάχνω νά βρω πρόφαση· \искать случая ψάχνω νά βρῶ εὐκαιρία· ◊ \искать глазами ψάχνω μέ τό βλέμμα. -
3 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
4 ждать
жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•-поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•
жди меня περίμενε με•
ждать письмо περιμένω γράμμα•
ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•
-удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•
ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•
он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•
ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•
что ждет меня? τι με περιμένει;•
ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.
2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•
он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.
εκφρ.время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•того и жди – αυτό και να περιμένεις. -
5 игра
-ы, πλθ. игры, игр θ.1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•
игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•
спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•
азартные -ы τυχερά παιγνίδια.
|| χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.2. άθυρμα•детские -ы παιδικά παιγνίδια•
распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.
3. πλθ. αγώνες•олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•
игра ринфские -ы τα Ισθμια.
4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•
политическя игра πολιτικό παιγνίδι•
сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•
эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•
игра вина το άφρισμα του κρασιού•
игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.
εκφρ.игра воображения – αποκύημα φαντασίας•игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•случая ή судьбы – φορά της τύχης•биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες). -
6 исключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исключенный, βρ: -чей, -чена, -чено ρ.σ.μ.1. αποκλείω, εξαιρώ διαγράφω, σβήνω•я -ил возможность такого случая εγώ απέκλεισα τη δυνατότητα τέτοιας περίπτωσης•
исключить из партии διαγράφω από το κόμμα.
2. διώχνω, αποβάλλω•исключить ученика из школы αποβάλλω μαθητή από το σχολείο•
не -чена возможность δεν αποκλείεται η δυνατότητα, είναι δυνατό.
-
7 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
8 частность
-и θ.το ξεχωριστό, το μεμονωμένο το ιδιαίτερο•частность явления ο μεμονωμένος χαρακτήρας του φαινομένου•
частность случая ο μεμονωμένος χαρακτήρας της περίπτωσης.
|| λεπτομέρεια.εκφρ.вчастностьи – ιδιαίτερα, ιδίως.
См. также в других словарях:
случая — (не) иметь случая • обладание (не) пропускать случая • использование (не) упускать случая • использование (не) упустить случая • использование ждать случая • модальность, ожидание ждать удобного случая • модальность, ожидание искать случая •… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
СЛУЧАЯ ОТДЕЛЬНОГО ИЗУЧЕНИЕ — англ. case study; нем. (Einzel) Fallstudie. Детальное исследование определенного примера к. л. класса феноменов. Antinazi. Энциклопедия социологии, 2009 … Энциклопедия социологии
СЛУЧАЯ ОТДЕЛЬНОГО ИЗУЧЕНИЕ — англ. case study; нем. (Einzel) Fallstudie. Детальное исследование определенного примера к. л. класса феноменов … Толковый словарь по социологии
дело случая — игра случая, игра судьбы, ирония судьбы, случай, нечаянность, лотерея, случайность Словарь русских синонимов. дело случая сущ., кол во синонимов: 7 • игра случая (9) • … Словарь синонимов
от случая к случаю — Неизм. Иногда, непостоянно, порой, временами. = Время от времени. Обычно с глаг. несов. вида: заниматься, встречаться… как часто? от случая к случаю. С годами мы встречались все реже и от случая к случаю. Писать стихи Павел Петрович начал… … Учебный фразеологический словарь
ИЗУЧЕНИЕ СЛУЧАЯ — (англ. Case study) специфич. метод получения эмпирич. данных, исследовательская стратегия в изучении соц. явлений. Исторически И.с. восходит к методологич. опыту различн. наук и соц. практике. Одним из источников его формирования является… … Российская социологическая энциклопедия
Номер Страхового Случая — кодификационный шифр страхового случая, представляющий собой буквенно цифровое обозначение, несущее в себе информацию по факту и обстоятельствам страхового случая. Используется для автоматизированной обработки страховой информации. Словарь бизнес … Словарь бизнес-терминов
Не упускать случая — НЕ УПУСКАТЬ СЛУЧАЯ. НЕ УПУСТИТЬ СЛУЧАЯ. Разг. Воспользоваться благоприятными обстоятельствами, чтобы что либо сделать, предпринять. На другой день в школе я чувствовал себя «не в своей тарелке» считал, что директор не упустит случая и «помотает… … Фразеологический словарь русского литературного языка
Не упустить случая — НЕ УПУСКАТЬ СЛУЧАЯ. НЕ УПУСТИТЬ СЛУЧАЯ. Разг. Воспользоваться благоприятными обстоятельствами, чтобы что либо сделать, предпринять. На другой день в школе я чувствовал себя «не в своей тарелке» считал, что директор не упустит случая и «помотает… … Фразеологический словарь русского литературного языка
СТРАХОВАНИЕ ОТ НЕСЧАСТНОГО СЛУЧАЯ — (accident insurance) Страхование, которое дает право владельцу полиса на получение определенной суммы денег при повреждении глаза (глаз) или части (частей) тела в результате несчастного случая. В случае смерти владельца полиса лица, находящиеся… … Словарь бизнес-терминов
Три случая убийства — Three Cases of Murder Жанр ужасы триллер В главных ролях Орсон Уэллс Алан Бэдел Джон Грегсон Андре Морелл Патрик Макни … Википедия