Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

скоро.

  • 21 неспорый

    επ. (απλ.) ακανόνιστος, ατακτοποίητος, αρεγουλάριστός, αρύθμιστος•

    -ая работа εργασία χωρίς ρυθμό.

    || νωθρός, οκνός, νωχελής, οκνηρός. || άσχημος, κακός, ανεπιτυχής, με κακή έκβαση•

    скоро да -о (επίρ.) ρμ. η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.

    Большой русско-греческий словарь > неспорый

  • 22 обнаружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•

    обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•

    обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•

    обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.

    2. ανεβρί-σκω•

    обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.

    3. διαπιστώνω.
    1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.
    2. (αν ε) βρίσκομαι•

    потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.

    || γίνομαι φανερός•

    скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > обнаружить

  • 23 окончить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω• τελειώνω τη δουλειά•

    скоро вы -ите? γρήγορα θα τελειώσετε;•

    окончить институт τελειώνω το ινστιτούτο.

    τελειώνω•

    перерыв -лся το διάλειμμα τέλειωσε•

    совещание -лось η σύσκεψη τέλειωσε.

    Большой русско-греческий словарь > окончить

  • 24 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 25 переменить

    -меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•

    переменить работу αλλάζω τη δουλειά•

    переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.

    2. κάνω τι διαφορετικό•

    переменить голос αλλάζω τη φωνή•

    переменить мнение αλλάζω γνώμη.

    1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•

    тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•

    жизнь -лась η ζωή άλλαξε•

    погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•

    женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).

    2. αλλάζω•

    переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.

    Большой русско-греческий словарь > переменить

  • 26 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 27 скорее

    1. συγκρ. β. του επ. скорый και του επίρ. скоро ταχύτερος• ταχύτερα• γρηγορότερος, γρηγορότερα.
    2. μάλλον, περισσότερο-πιθανότερο•

    он скорее напоминал мать, чем отца αυτός περισσότερο θύμιζε (έμοιαζε) τη μάνα, παρά τον πατέρα.

    || καλύτερο, -α, προτιμότερο, -α, κάλλιο•

    скорее умрём, чем сдадимся είναι προτιμότερο να πεθάνομε, παρά να παραδοθούμε.

    εκφρ.
    скорее всего – πιθανότατα, το πιο πιθανό• μάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > скорее

  • 28 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 29 угомонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угомонённый
    -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. ησυχάζω, ηρεμίζω•

    угомонить расшалившюсся детей ηρεμίζω τα άταχτα παιδιά.

    ηρεμώ, ησυχάζω, ειρηνεύω•

    толпа -лась ο όχλος ηρέμησε•

    угомонить дети скоро не -лись τα παιδιά αμέσως δεν ηρέμησαν.

    || καλμάρω, καταλαγιάζω, κοπάζω•

    ветер -лся ο άνεμος κόπασε.

    || μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξαντλώ• μειώνομαι, ελαττώνομαι•

    тоска -лась η θλίψη πέρασε λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > угомонить

  • 30 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

См. также в других словарях:

  • СКОРО — СКОРО, и все сложные с ним слова, см. скорый. Скоро нареч. в короткий срок, в малое время. Скоро пойдешь, ногу зашибешь. Скоро, хорошо не родится. Деревья скоро садят, да нескоро с них плод едят. Горе споро: и сбудешь, да не скоро. Горе не… …   Толковый словарь Даля

  • СКОРО — СКОРО, и все сложные с ним слова, см. скорый. Скоро нареч. в короткий срок, в малое время. Скоро пойдешь, ногу зашибешь. Скоро, хорошо не родится. Деревья скоро садят, да нескоро с них плод едят. Горе споро: и сбудешь, да не скоро. Горе не… …   Толковый словарь Даля

  • СКОРО — СКОРО, нареч. 1. нареч. к скорый в 1 знач. Мы едем слишком скоро. Поезд двигался очень скоро. Скоро работать. Скоро писать. «Умный мальчик скоро догадался, что учителю неловко.» А.Тургенев. 2. В близком, непродолжительном будущем. Я скоро приеду …   Толковый словарь Ушакова

  • скоро — СКОРО, нареч. 1. нареч. к скорый в 1 знач. Мы едем слишком скоро. Поезд двигался очень скоро. Скоро работать. Скоро писать. «Умный мальчик скоро догадался, что учителю неловко.» А.Тургенев. 2. В близком, непродолжительном будущем. Я скоро приеду …   Толковый словарь Ушакова

  • СКОРО — СКОРО, нареч. 1. нареч. к скорый в 1 знач. Мы едем слишком скоро. Поезд двигался очень скоро. Скоро работать. Скоро писать. «Умный мальчик скоро догадался, что учителю неловко.» А.Тургенев. 2. В близком, непродолжительном будущем. Я скоро приеду …   Толковый словарь Ушакова

  • скоро — СКОРО, нареч. 1. нареч. к скорый в 1 знач. Мы едем слишком скоро. Поезд двигался очень скоро. Скоро работать. Скоро писать. «Умный мальчик скоро догадался, что учителю неловко.» А.Тургенев. 2. В близком, непродолжительном будущем. Я скоро приеду …   Толковый словарь Ушакова

  • скоро — Быстро, бегло, бойко, борзо, живо, лихо, резво, проворно, спешно, поспешно, оживленно, стремительно, торопливо, шибко, во весь дух, во всю мочь, во весь опор, во всю прыть, стремглав, на курьерских, бодрым (форсированным) шагом, живой рукой, на… …   Словарь синонимов

  • скоро… — (без удар.). Первая часть сложных слов со знач. скорый, напр. скороход, скороногий, скороспелый. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • скоро — (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • скоро — СКОРО, СКОРЕЕ, СКОРЕЙ I. нареч. к Скорый (1, 3 4 зн.). С. писать. Двигаться слишком с. С. поймёшь. С. встретимся. С. ты соберёшься? С. доберёмся до дома. Дождь с. кончится. II. в функц. безл. сказ. О близком наступлении чего л., приближении к… …   Энциклопедический словарь

  • скоро — 1. = скоре/е, скоре/й; нареч. к скорый 1), 3), 4) Ско/ро писать. Двигаться слишком ско/ро. Ско/ро поймёшь. Ско/ро встретимся. Ско/ро ты с …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»