Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

сердце

  • 61 кора

    θ.
    1. φλοιός, φλούδα•

    кора дерева ο φλοιός του δέντρου.

    2. μτφ. φαινομενικότητα, εξωτερική όψη•

    под -ой его суровости было доброе сердце πίσω από την αυστηρότητα του κρύβονταν η αγαθή καρδιά.

    εκφρ.
    земная кора – ο φλοιός της γης•
    кора больших полушарий головного мозга• кора голодного мозга• мозговая кора – ο φλοιός του εγκεφάλου.

    Большой русско-греческий словарь > кора

  • 62 кошка

    θ., γεν. πλθ. -шек.
    1. γάτα, γατί, γαλή. || γούνα από δέρμα γάτας.
    2. αιλουροειδές ζώο.
    3. τσιγκέλι, άγκιστρο, συσκευή ανέλκυσης αντικειμένων από το βυθό.
    4. όργανα οδοντωτά (για στερέωση).
    5. είδος πλεχτού μαστιγίου.
    εκφρ.
    знает -, чьё мясо съела – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    как кошка с собакой – σαν η γάτα με το σκυλί (μαλώνουν)•
    как угорелая кошка – σε έξαλλη κατάσταση•
    -и скребут на душе ή на сердце – σπαράζει (ραγίζεται) η καρδιά, λυπούμαι κατάκαρδα•
    чёрная кошка пробежав ή проскочила между кем – λογομάχησαν, φιλονίκησαν•
    - и-мышки – η γάτα και το ποντίκι (παιγνίδι).
    θ.
    βυθός αμμώδης ή χαλικώδης.

    Большой русско-греческий словарь > кошка

  • 63 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 64 крушить

    -шу, -шишь
    ρ.δ. μ.
    1. συντρίβω, κα-τασπάζω, κατατσακίζω. || καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω.
    2. μτφ. παλ. ταλαιπωρώ, βασανίζω• θλίβω.
    θλίβομαι βαθιά, καταλυπούμαι, συντρίβομαι•

    сердце -ится η καρδιά συντρίβεται•

    не -йтесь! μη θλίβεστε!

    Большой русско-греческий словарь > крушить

  • 65 леденить

    -ит, μτχ. ενστ. леденящий ρ.,δ. μ. παγώνω•

    мороз -ит воду το ψύχος παγώνει το νερό.

    || ψύχω, κρυώνω. || μτφ. παγώνω από το φόβο•

    сердце -ит η καρδιά παγώνει•

    кровь -ит το αίμα παγώνει.

    Большой русско-греческий словарь > леденить

  • 66 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 67 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 68 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 69 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 70 наболеть

    -ет, μτχ. παρλθ. χρ. ρ.σ. πονώ δυνατά•

    рана -ла η πληγή πονά πολύ.

    || μτφ. λυπούμαι βαθιά, αισθάνομαι συντριβή•

    у меня -ло на сердце- πόνεσα κατάκαρδα•

    на душе -ло πόνεσα κατάψυχα.

    || μτφ. ωριμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > наболеть

  • 71 надрывать

    ρ.δ.
    βλ. надорвать.
    εκφρ.
    глотку (горло) – ξελαρυγγίζομαι φωνάζοντας.
    1. βλ. надорваться.
    2. καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες ή όλες τις δυμάμεις.
    3. ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές. || ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι εξαντλούμαι, κόβομαι, τσακίζομαι, λιώνω.
    εκφρ.
    сердце -ется – η καρδιά σπαράζει (ραγίζει), καταθλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надрывать

  • 72 накипеть

    -пит ρ.σ.
    1. βγάζω αφρό, αφρίζω βράζω. || κατακαθίζω, επικάθομαι στα τοιχώματα (κατά το βράσιμο).
    2. μτφ. κατέχομαι α-πο σφοδρό πάθος, έχω οργασμό ή έξαψη•

    -ло в душе έβραζε μέσα του•

    он излил всё, что -ло у него на сердце ξέσπασε ό,τι είχε μέσα του.

    Большой русско-греческий словарь > накипеть

  • 73 ныть

    ною, ноешь, μτχ. ενστ. ноющий
    ρ.δ.
    1. (κ. 2ο πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς•

    зубы ноют τα δόντια μου πονάν λίγο-λίγο.

    || απρόσ. πονώ αλγώ•

    ноет в костях έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα.

    2. μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμουρίζω.
    3. γογγύζω.
    εκφρ.
    душа ή сердце ноет – πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > ныть

  • 74 овечий

    -ья, -ье
    επ.
    προβάτινος, πρόβιος•

    -ья шкура προβάτινο δέρμα•

    -ье молоко πρόβειο γάλα•

    овечий сыр πρόβιο κασέρι.

    || μτφ. αγαθός, αθώος•

    у него сердце -ье αυτός έχει καλή καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > овечий

  • 75 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 76 огрубелый

    επ.
    τραχύς, σκληρός. || μτφ. άξεστος, αγροίκος. || λίγο ευαίσθητος, ασυγκίνητος, αναίσθητος•

    -ое сердце σκληρή καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > огрубелый

  • 77 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 78 переболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ•

    переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.

    || μτφ. υποφέρω, πονώ.
    2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•

    все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.

    εκφρ.
    переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).
    -йт
    ρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.
    εκφρ.
    душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > переболеть

  • 79 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 80 пересадить

    -сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω να καθίσει αλλού•

    пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.

    || μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•

    пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.

    2. μτφ. περνώ.
    3. μεταφυτεύω.
    4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•

    пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.

    5. βάζω, περνώ•

    пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.

    Большой русско-греческий словарь > пересадить

См. также в других словарях:

  • СЕРДЦЕ — [рц] сердца, мн., сердца, сердец, сердцам, ср. 1. Центральный орган кровообращения, мускульный мешок, у человека находящийся в левой стороне грудной полости. «Пощупайте ка, как у меня сердце бьется.» Чехов. Болезни сердца. Порок сердца… …   Толковый словарь Ушакова

  • СЕРДЦЕ — ср. (cor, cordis?) грудное черево, принимающее в себя кровь из всего тела, очищающее ее чрез легкие и рассылающее обновленную кровь по всем частям, для питания, для обращения ее в плоть. Сердце, у человека, полая, сильная мышца, разгороженная… …   Толковый словарь Даля

  • СЕРДЦЕ — СЕРДЦЕ. Содержание: I. Сравнительная анатомия........... 162 II. Анатомия и гистология........... 167 III. Сравнительная физиология.......... 183 IV. Физиология................... 188 V. Патофизиология................ 207 VІ. Физиология, пат.… …   Большая медицинская энциклопедия

  • Сердце — (cor) является главным элементом сердечно сосудистой системы, обеспечивающим кровоток в сосудах, и представляет собой полый мышечный орган конусообразной формы, располагающийся за грудиной на сухожильном центре диафрагмы, между правой и левой… …   Атлас анатомии человека

  • Сердце — Человек * Брак * Девушка * Детство * Душа * Жена * Женщина * Зрелость * Мать * Молодость * Муж * Мужчины * Он и Она * Отец * Поколение * Родители * Семья * …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • сердце — Грудь, душа. Стеснилась грудь ее тоской. И щемит и ноет, болит ретивое . Кольц. Вся внутренность его замирала . Тург. Дух замирает от одной мысли . Гончар. См. душа.. болеть сердцем, брать за сердце, взять к сердцу, вливать в сердце, врезаться в… …   Словарь синонимов

  • сердце — (2) 1. Внутренний мир человека, совокупность его чувств, мыслей, переживаний: ...истягну (Игорь) умь крѣпостію своею и поостри сердца своего мужествомъ, наплънився ратнаго духа. 5. Ваю храбрая сердца въ жестоцемъ харалузѣ скована, а въ буести… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • СЕРДЦЕ — (соr), центральный орган кровеносной системы животных, сокращениями к рого осуществляется циркуляция крови или гемолимфы по сосудам. У большинства животных последоват. сокращение отделов С. и строение его клапанов обеспечивают односторонность… …   Биологический энциклопедический словарь

  • Сердце ты моё — студийный альбом Софии Ротару Дата выпуска 2007 Записан 2007 Жанр …   Википедия

  • сердце — [рц ], а, мн. дца, дец, дцам, ср. 1. Центральный орган кровеносной системы в виде мышечного мешка (у человека в левой стороне грудной полости). С. бьётся. Порок сердца. 2. перен. Этот орган как символ души, переживаний, чувств, настроений. Доброе …   Толковый словарь Ожегова

  • сердце — сердце, род. сердца; мн. сердца, род. сердец, дат. сердцам. В сочетании с предлогами: брать за сердце и за сердце (волновать, тревожить и т. п.), на сердце и на сердце (тяжело, радостно и т. п.), по сердцу и по сердцу (нравится, соответствует… …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»