Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сбросить

  • 1 сбросить

    сбросить
    сов см. сбрасывать.

    Русско-новогреческий словарь > сбросить

  • 2 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 3 сбросить

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбросить

  • 4 сбросить

    Русско-греческий словарь > сбросить

  • 5 сбрасывать

    сбрасывать, сбросить γκρεμίζω, πετώ κάτω
    * * *
    = сбросить
    γκρεμίζω, πετώ κάτω

    Русско-греческий словарь > сбрасывать

  • 6 маски

    маски а ж прям., черен. ἡ μάσκα, τό προσωπεῖο[ν], ἡ προσωπίδα [-ίς], ἡ μου-τσούνα:
    \маски противогаза ἡ ἀντιασφυξιογό-νος προσωπίδα· маскарадная \маски ἡ ἀποκ-ρηάτικη μάσκα· \маски равноду́шия μάσκα ἀδιαφορίας· сбросить \маскиу перен βγάζω τή μάσκα· сорва́ть \маскиу с кого-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον, ξε-μασκαρεύω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > маски

  • 7 ярмо

    ярмо
    с прям., перен ὁ ζυγός:
    сбросить \ярмо πετώ τόν ζυγό, ἀποτινάσσω τόν ζυγό.

    Русско-новогреческий словарь > ярмо

  • 8 иго

    ουδ.
    ζυγός•

    турецкое иго ο τουρκικός ζυγός•

    иго рабства ο ζυγός της σκλαβιάς•

    сбросить с себя иго αποτινάσσω το ζυγό.

    || παλ. βάρος, φορτίο•

    под -ом лет κάτω από το βάρος των χρόνων.

    Большой русско-греческий словарь > иго

  • 9 посбросать

    ρ.σ.μ.
    βλ. сбросить με σημ. όλο, πο λύ.

    Большой русско-греческий словарь > посбросать

  • 10 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 11 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 12 ярмо

    ουδ.
    1. ο ζυγός•

    волы под -ом βόδια κάτω από το ζυγό.

    2. μτφ. σκλαβιά, δουλεία• καταπίεση•

    стряхнуть ярмо αποτινάζω το ζυγό.

    || μτφ. φόρτος, βάρος•

    сбросить ярмо πετώ από πάνω μου το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > ярмо

См. также в других словарях:

  • сбросить — См …   Словарь синонимов

  • СБРОСИТЬ — СБРОСИТЬ, сброшу, сбросишь, совер. (к сбрасывать), кого что. 1. Бросить вниз с чего нибудь. Сбросить сг с крыши. Сбросить груз на землю. Конь сбросил с себя седока. 2. Снять с себя (разг.). «Критик строгий повелевает сбросить нам элегии венок… …   Толковый словарь Ушакова

  • сбросить — вес • обладание, прерывание сбросить скорость • изменение, мало …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • СБРОСИТЬ — СБРОСИТЬ, ошу, осишь; ошенный; совер. 1. кого (что). Бросить вниз с чего н. С. снег с крыши. С. иго рабства (перен.; высок.). 2. что. Небрежно снять, скинуть. С. плащ. С. платок с плеч. С. хандру (перен.). 3. что. Дать отток (воде), отвести из… …   Толковый словарь Ожегова

  • СБРОСИТЬ — и пр. см. сбрасывать. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • сбросить — сбро/шу, сбро/сишь; сбро/шенный; шен, а, о; св. см. тж. сбрасывать, сбрасываться, сброска, сброс 1) а) кого что Бросить вниз с чего л …   Словарь многих выражений

  • сбросить —     СБРАСЫВАТЬ/СБРОСИТЬ     СБРАСЫВАТЬ/СБРОСИТЬ, ронять/обронить, терять/потерять, разг. скидывать/скинуть …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • Сбросить с парохода современности — Из манифеста русских футуристов «Пощечина общественному вкусу. В защиту свободного искусства» (1912), написанного поэтами Д. Д. Бур люком (1882 1967), А. Е. Крученых (1886 1968), В. В. Маяковским (1893 1930) и В. В. Хлебниковым (1885 1922). В… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • сбросить аварийный сигнал — сбросить сигнал аварии [Интент] Тематики безопасность машин и труда в целом Синонимы сбросить сигнал аварии EN reset the alarm …   Справочник технического переводчика

  • сбросить гнет — свергнуть иго, раскрепоститься, освободиться, эмансипироваться, вырваться на свободу, вырваться на волю, сбросить иго, свергнуть гнет, обрести свободу, разорвать цепи, высвободиться, вырваться Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • сбросить с пьедестала — низложить, свести с пьедестала, лишить ореола, развенчать, низвести с пьедестала, ниспровергнуть, низвергнуть Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»