Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

пример

  • 21 разительный

    разительн||ый
    прил καταπληκτικός, ἐκπληκτικός/ χτυπητός (очевидный):
    \разительныйое сходство ἡ καταπληκτική ὀμοιότης· \разительный пример τό χτυπητό παράδειγμα· \разительныйые перемены οἱ σημαντικές ἀλλαγές.

    Русско-новогреческий словарь > разительный

  • 22 характерный

    характерн||ый
    прил в разн. знач. χαρακτηριστικός/ διακριτικός (отличительный):
    \характерныйое лицо χαρακτηριστικό πρόσωπο· \характерныйая черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· \характерныйый пример τό χαρακτηριστικό παράδειγμα

    Русско-новогреческий словарь > характерный

  • 23 яркий

    ярк||ий
    прил прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):
    \яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος.

    Русско-новогреческий словарь > яркий

  • 24 вредный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος•

    -ая книга βλαβερό βιβλίο.

    || ανθυγιεινός•

    -ые условия жизни ανθυγιεινές συνθήκες ζωής.

    || κακός•

    вредный пример κακό παράδειγμα•

    -ая привычка κακή συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > вредный

  • 25 доказательный

    επ., βρ: -лен, -льна, льно; αποδεικτικός, πειστικός•

    доказательный пример πειστικό παράδειγμα.

    Большой русско-греческий словарь > доказательный

  • 26 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 27 заразительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός•

    -ая болезнь μολυσματική νόσος.

    2. μτφ. μεταδοτικός•

    заразительный пример μεταδοτικό αρνητικό παράδειγμα•

    заразительный смех μεταδοτικό γέλιο.

    Большой русско-греческий словарь > заразительный

  • 28 наглядный

    επ.
    -ден, -дна, -дно
    1. εποπτικός• παραστατικός•

    -ое обучение εποπτική διδασκαλία•

    -ые пособия εποπτικά μέσα.

    2. πειστικός, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος, οφθαλμοφανής• χειροπιαστός•

    наглядный пример χειροπιαστό παράδειγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наглядный

  • 29 неубедительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη πειστικός•

    -ые доказательства μη πειστικές αποδείξεις•

    неубедительный пример μη πειστικό παράδειγμα.

    Большой русско-греческий словарь > неубедительный

  • 30 плохой

    επ., βρ: плох, плоха, плохо.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•

    -йе условия άσχημες συνθήκες•

    плохой человек κακός άνθρωπος•

    плохой характер άσχημος χαρακτήρας•

    -йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•

    плохой пример κακό παράδειγμα.

    || αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•

    писатель αναξιόλογος συγγραφέας.

    2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•

    никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.

    || αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).
    εκφρ.
    - ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•
    шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία.

    Большой русско-греческий словарь > плохой

  • 31 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 32 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 33 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 34 примереть

    -мрт, -мрм, -мрте, παρλθ. χρ. пример, -ла, -ло
    ρ.σ. (απλ.) πεθαίνω (για όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > примереть

  • 35 разительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτ ικός, εκπληκτικός• χτυπητός•

    -ое сходство καταπληκτική ομοιότητα•

    разительный пример καταπληκτικό παράδειγμα•разительныйэффект ζωηρή εντύπωση (αίσθηση)•

    -ая быстрота καταπληκτική ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разительный

  • 36 убедительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. πειστικός• πειστήριος•

    убедительный пример πειστικό παράδειγμα•

    -ые факты πειστικά, γεγονότα•

    2. επίμονος, έμμονος-убедительныйая просьба επίμονη παράκληση.

    Большой русско-греческий словарь > убедительный

  • 37 характерный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. (характерный)- χαρακτηριστικός• διακριτικός, ξεχωριστός• ιδιάζων•

    характерный пример χαρακτηριστικό παράδειγμα•

    -ая черта χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    2. (характерный)• ισχυρού χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης•

    человек он был характерный ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > характерный

  • 38 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

  • 39 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

  • 40 яркий

    επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.
    1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•

    -ая лампа φωτερή λάμπα•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    яркий свет λαμπερό φως•

    яркий снег αστραφτερό χιόνι•

    яркий огонь λαμπερή φωτιά•

    -ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•

    яркий цвет ζωηρόχρωμα.

    2. αίθριος, λαμπρός•

    яркий день λαμπρή μέρα.

    3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).
    4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•

    яркий талант λαμπρό ταλέντο.

    5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•

    яркий пример χτυπητό παράδειγμα.

    6. πειστικός•

    -ое доказательство πειστική απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > яркий

См. также в других словарях:

  • Пример — Изображение отпечатка пальца. Источник …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • пример — Образец, образчик, модель, первообраз, прообраз, прототип; сравнение, притча, иносказание, аллегория, метафора, метонимия, парабола, троп, фигура; иллюстрация (объяснение). Подавать пример. Ср …   Словарь синонимов

  • ПРИМЕР — ПРИМЕР, примера, муж. 1. Выдающийся образец чего нибудь. Величайший пример беззаветной любви к отечеству. Показать пример храбрости. Редкий пример бесстыдства. 2. Действие или явление, служащее образцом для кого нибудь, вызывающее подражание,… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРИМЕР — Самый простой пример убедительнее самой красноречивой проповеди. Сенека Не люди нуждаются в правилах, а правила в людях. С. Дюбе Нам нужен кто нибудь, по чьему образцу складывался бы наш нрав. Ведь криво проведенную черту исправишь только по… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • ПРИМЕР — ПРИМЕР, а, муж. 1. Случай, к рый может быть приведён в пояснение, в доказательство чего н. Пояснить свою мысль примером (на примере). Примеры употребления слов. Исторические примеры. За примерами недалеко ходить (т. е. примеры есть, их много;… …   Толковый словарь Ожегова

  • Пример —  Пример  ♦ Exemple    Особый случай, служащий для иллюстрации общего за кона или истины. Ни один пример никогда ничего не доказывает (тогда как обратный пример может быть достаточным для опровержения доказательства), но он помогает понять и… …   Философский словарь Спонвиля

  • Пример — см. Образец, пример, прообраз …   Библейская энциклопедия Брокгауза

  • ПРИМЕР — ссылка на более конкретный, особо яркий случай как на момент общего более абстрактного предметного содержания с целью лучшего освещения и пояснения такового. Философский энциклопедический словарь. 2010 …   Философская энциклопедия

  • ПРИМЕР — англ. example; нем. Beispiel. Факт, конкретный случай, к рый приводится с целью пояснения, освещения (или в качестве доказательства) к. л. тезиса. Antinazi. Энциклопедия социологии, 2009 …   Энциклопедия социологии

  • пример —         ПРИМЕР индивидуальный или общий предмет или процесс, воплощающий, экземплифицирующий более общий предмет или процесс. Так, металл является П. химического элемента, железо П. металла, а локализованный в пространстве и времени «этот»… …   Энциклопедия эпистемологии и философии науки

  • пример — образец — [Е.С.Алексеев, А.А.Мячев. Англо русский толковый словарь по системотехнике ЭВМ. Москва 1993] Тематики информационные технологии в целом Синонимы образец EN sample …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»