Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

предложение+за

  • 61 оговорка

    θ.
    1. υποσημείωση, εξήγηση• παρατήρηση. || επιφύλαξη• όρος•

    принимая моё предложение, он сделал -у δεχόμενος την πρόταση μου, αυτός διατύπωσε επιφύλαξη.

    2. λάθος εκφραστικό, φραστικό (γλωσσικό) λάθος ή ολίσθημα της γλώσσας.
    εκφρ.
    с -ой – με επιφύλαξη•
    без -рок – χωρίς επιφυλάξεις, ανεπιφύλακτα.

    Большой русско-греческий словарь > оговорка

  • 62 односоставный

    επ. -ое предложение πρόταση με ένα κύριο όρο.

    Большой русско-греческий словарь > односоставный

  • 63 относительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о;
    1. (με δοτ.) παλ. σχετικός προς.
    2. σχετικός•, относительный вес σχετικό βάρος•

    понятие о благе -о η έννοια του αγαθού είναι σχετική•

    - ое местоимение (γραμμ.) αναφορική αντωνυμία•

    - ое предложение (γραμμ.) αναφορική πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > относительный

  • 64 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 65 придаточный

    επ.
    πρόσθετος, συμπληρωματικός•

    -ое образование η επιμόρφωση.

    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > придаточный

  • 66 приемлемый

    επ.
    δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός•

    -ое предложение αποδεκτή πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > приемлемый

  • 67 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 68 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 69 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 70 простой

    επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός «проще», υπερθ. βαθμός «простейший».
    1. απλός• εύκολος•

    -ое дело απλή υπόθεση•

    -ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα•

    - ое предложение (γραμμ.) απλή πρόταση•

    химические -ые тела χημικά απλά σώματα•

    -ое число μονοψήφιος αριθμός.

    2. συνήθης, -σμένος.
    3. αφελής, αγαθός, απονήρευτος.
    4. χοντροειδής, ανεπεξέργαστος.
    5. παλ. μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων•

    простой народ ο απλός λαός•

    -ые люди απλοί άνθρωποι.

    εκφρ.
    - ая бухгалтерия – απλός λογαριασμός•
    - ое письмо – απλή επιστολή(μη συστημένο κλπ.)•
    - ым глазом – με γυμνό μάτι(χωρίς οπτικό όργανο)•
    из -ых – από απλούς (ανθρώπους), από το λαό, λαϊκός.
    α.
    χασομέρι, σταμάτημα της εργασίας (όχι από υπαιτιότητα του εργάτη)•

    получать за простой πληρώνομαι για το χασομέρι.

    Большой русско-греческий словарь > простой

  • 71 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 72 распространённый

    επ. από μτχ.
    διαδομένος•

    -ое мнение διαδομένη γνώμη•

    -ая книга διαδομένο βιβλίο•

    широко -ые идеи πλατιά διαδομένες ιδέες.

    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) αναπτυγμένη πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > распространённый

  • 73 рационализаторский

    επ.
    βελτιωτικός•

    -ое предложение βελτιωτική πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > рационализаторский

  • 74 самостоятельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; αυτοτελής, ανεξάρτητος• αυτεξούσιος•

    -ое государство ανεξάρτητο κράτος•

    самостоятельный вопрос ίδιο (ιδιαίτερο) ζήτημα•

    -ое исследование ανεξάρτητη έρευνα•

    -ая жизнь ανεξάρτητη ζωή.

    || δικός μου, ίδιος•

    -ое сочинение δικό μου έργο•

    -ые суждения δικές μου κρίσεις•

    -ая работа δική μου εργασία (χωρίς βοήθεια άλλου).

    || αυθύπαρκτος.
    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) κύρια ή ανεξάρτητη πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > самостоятельный

  • 75 сложноподчинённый

    επ. (γραμμ.) συνθετο-υποτακτικός•

    -ое предложение σύνθετη υποτακτική πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > сложноподчинённый

  • 76 сложносочинённый

    επ. (γραμμ.) σύνθετος•

    -ое предложение σύνθετη παρατακτική πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > сложносочинённый

  • 77 сложный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. σύνθετος• πολυμερής•

    -ые вещества σύνθετες ουσίες•

    -ое слово σύνθετη λέξη•

    - ое предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση•

    -ое число ο συμμιγής αριθμός.

    2. πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος•

    сложный вопрос πολύπλοκο ζήτημα.

    || δαιδαλώδης, λαβυρ ινθώδης.
    3. δύσκολος, δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος•

    -ая операция δϋκολη εγχείριση•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα.

    Большой русско-греческий словарь > сложный

  • 78 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 79 спрос

    α.
    1. ζήτηση•

    спрос и предложение (εμπορ.) ζήτηση και προσφορά.

    2. απαίτηση,
    3. ερώτηση, ζήτηση, παράκληση.
    εκφρ.
    без -а (-у) – ανερώτητα (χωρίς άδεια).

    Большой русско-греческий словарь > спрос

  • 80 условный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. συνθηματικός, συμφωνημένος• συμβατικός•

    условный знак συνθηματικό σημάδι•

    условный сигнал το σύνθημα•

    -стук συνθηματικός χτύπος•

    условный свист συνθηματικό σφύριγμα•

    условный язык συνθηματική γλώσσα.

    2. γινόμενος με όρο•

    -ое согласие η με όρους συγκατάθεση•

    условный приговор καταδίκη με αναστολή.

    3. σχετικός (όχι απόλυτος).
    4. τυπικός, υποθετικός•

    -ая линия τυπική (νοερή) γραμμή.

    5. συμβολικός•

    -ая декорация συμβολική διακόσμηση•

    условный жест συμβολική χειρονομία.

    6. (γραμμ.) υποθετικός•

    условный союз υποθετικός σύνδεσμος•

    -ое предложение υποθετική πρόταση•

    -ое наклонение υποθετική έγκλιση.

    7. τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση).

    Большой русско-греческий словарь > условный

См. также в других словарях:

  • Предложение — основная единица связной речи, характеризуемая определенными смысловыми (наличие так наз. предикации см. ниже) и структурными (выбор, расположение и связь грамматических форм объединяемых в П. слов, характер интонации) признаками. Учение о… …   Литературная энциклопедия

  • Предложение — (bid) 1. Цена, при которой покупатель готов заключить сделку. Если продавец сделал предложение (offer), цену которого покупатель считает слишком высокой, он может предложить более низкую цену (или более выгодные условия). Получив предложение,… …   Словарь бизнес-терминов

  • ПРЕДЛОЖЕНИЕ — 1. ПРЕДЛОЖЕНИЕ1, предложения, ср. 1. Действие по гл. предложить предлагать (книжн.). Предложение услуг. Предложение помощи. 2. То, что предлагается выбору, вниманию, что предложено на обсуждение, рассмотрение кого нибудь или для исполнения кому… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРЕДЛОЖЕНИЕ — 1. ПРЕДЛОЖЕНИЕ1, предложения, ср. 1. Действие по гл. предложить предлагать (книжн.). Предложение услуг. Предложение помощи. 2. То, что предлагается выбору, вниманию, что предложено на обсуждение, рассмотрение кого нибудь или для исполнения кому… …   Толковый словарь Ушакова

  • Предложение —     ПРЕДЛОЖЕНИЕ основное понятие синтаксиса (см.), который часто определяется, как «учение о предложениях». Тем не менее само «предложение» с трудом поддается определению. Вот, для примера, несколько определений предложения: Дионисий Фракийский… …   Словарь литературных терминов

  • ПРЕДЛОЖЕНИЕ — (supply) Количество каких либо товаров и услуг, предложенных на продажу. Функция предложения соотносит предложение с факторами, которые определяют его уровень. К ним относятся цена товара, цены факторных услуг и промежуточных продуктов,… …   Экономический словарь

  • предложение — Предписание, меморандум, нота, ультиматум; суждение, фраза. Сделать предложение девушке. // . Я покорился этому ультиматуму довольно охотно . Салт. См. речь... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.:… …   Словарь синонимов

  • ПРЕДЛОЖЕНИЕ — биржевой курс акции, предложенной для продажи. Словарь финансовых терминов. Предложение Предложение желание и способность продавцов поставлять на рынок блага для продаж. По английски: Supply См. также: Предложение Рынки Совокупное предложение… …   Финансовый словарь

  • предложение — 1. ПРЕДЛОЖЕНИЕ, я; ср. 1. к Предложить. П. помощи. П. услуг. П. перемирия. 2. То, что предложено, предлагается. Высказать, поддержать, принять, отклонить п. Согласиться, обратиться с предложением. Возражать против какого л. предложения.… …   Энциклопедический словарь

  • предложение — Одна из двух (предложение и спрос) категорий товарного производства, соотношение которых – главный ценообразующий фактор, предложение представляет собой совокупность товаров и услуг, которые могут быть реализованы на рынке. → Рис. 317 …   Словарь по географии

  • ПРЕДЛОЖЕНИЕ — см. Спрос и предложение …   Большой Энциклопедический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»