Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

по+-+е+σύμφωνα+με+τον+-+о

  • 1 νόμος

    ο
    1) закон разя, знач);

    φυσικός νόμος — закон природы;

    άγραφος νόμος — неписаный закон;

    ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;

    εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;

    κώδικας νόμων — свод законов;

    νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;

    παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;

    δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;

    ψηφίζω νόμο — принимать закон;

    ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;

    τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;

    σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;

    κατά νόμον — по закону;

    παρά τον νόμον — вопреки закону;

    εκτός νόμου — вне закона;

    κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;

    εν ονόματι τού νόμου — именем закона;

    νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;

    νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;

    θείος νόμος — церковная заповедь;

    νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;

    2) законоположение, законодательство;

    ποινικός νόμος — уголовное законодательство;

    ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;

    § εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;

    δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νόμος

  • 2 λογαριασμός

    ο
    1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;

    κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;

    κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;

    3) финансовый отчёт;
    4) фин. торг, счёт;

    ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;

    βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;

    τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;

    σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;

    5) перен. расчёт, намерение;

    όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;

    § δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;

    έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;

    μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;

    χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;

    αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;

    δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;

    δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;

    κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;

    παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;

    γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;

    (ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;

    εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;

    ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и

    риск;

    οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;

    κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λογαριασμός

См. также в других словарях:

  • νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»