-
1 ανοικτος
I.3[adj. verb. к ἀνοίγω]1) открытый Babr.2) могущий быть открытым, открывающийся(ἀ. καὴ πάλιν κλειστός Luc.)
II.2безжалостный Eur., Arph. -
2 ανοικτός
[аниктос] εκ. открьпый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανοικτός
-
3 ανοικτός
[аниктос] επ открьпый. -
4 ανοικτιρμων
-
5 λογαριασμός
ο1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;
κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;
3) финансовый отчёт;4) фин. торг, счёт;ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;
βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;
τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;
σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;
5) перен. расчёт, намерение;όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;
§ δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;
έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;
μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;
χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;
αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;
δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;
δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;
κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;
παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;
γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;
(ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;
εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;
ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и
риск;οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;
κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей
См. также в других словарях:
άνοικτος — ἄνοικτος, ον (Α) [οίκτος] ανοικτίρμων* … Dictionary of Greek
ἄνοικτος — pitiless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοικτός — βλ. ανοιχτός … Dictionary of Greek
ἀνοικτά — ἀνοικτός capable of being opened neut nom/voc/acc pl ἀνοικτά̱ , ἀνοικτός capable of being opened fem nom/voc/acc dual ἀνοικτά̱ , ἀνοικτός capable of being opened fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτόν — ἀνοικτός capable of being opened masc acc sg ἀνοικτός capable of being opened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτως — ἄνοικτος pitiless adverbial ἄνοικτος pitiless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοικτον — ἄνοικτος pitiless masc/fem acc sg ἄνοικτος pitiless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτούς — ἀνοικτός capable of being opened masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτή — ἀνοικτός capable of being opened fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτῷ — ἀνοικτός capable of being opened masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτου — ἄνοικτος pitiless masc/fem/neut gen sg ἀνο̄ίκτης masc gen sg ἀνοίκτης one who opens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)