Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

по+её+заявлению

  • 1 приложение

    ουδ.
    1. βάλσιμο, επίθεση•

    приложение печати- βάλσιμο της σφραγίδας, σφράγισμα.

    2. επισύναψη•

    приложение документов к заявлению επισύναψη εγγράφων στην αίτηση.

    3. εφαρμογή•

    приложение на практике теоретических знаний εφαρμογή στην πράξη των θεωρητικών γνώσεων.

    4. παράρτημα, προσάρτημα, προσθήκη.
    5. (γραμμ.) παράθεση (ουσιαστικός προσδιορισμός).

    Большой русско-греческий словарь > приложение

  • 2 приложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, βάζω•

    приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•

    приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•

    печать βάζω σφραγίδα.

    2. επισυνάπτω•

    приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.

    || επιπροσθέτω, επαυξάνω.
    3. καταβάλλω•

    приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.

    || εφαρμόζω•

    приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.

    1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•

    он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.

    2. φιλώ, ασπάζομαι•

    она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•

    приложить к руке φιλώ το χέρι.

    3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).
    4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.
    εκφρ.
    остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν.

    Большой русско-греческий словарь > приложить

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»