-
1 поршневой
порш||невойприл ἐμβολοφόρος:\поршневойне-во́й двигатель ὁ ἐμβολοφόρος κινητήρ. -
2 поршневой
επ.του εμβόλου, του πιστονιού. || εμβολοφόρος. -
3 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
4 грунтонос
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтонос
-
5 компрессор
ο συμπιεστήςразг. το κομπρεσέρ (ξεν.)навесной - с.-х. κρεμαστός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компрессор
-
6 пневмопривод
ο αεροκίνητος μηχανισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмопривод
-
7 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель