-
1 довольно
επίρ.1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.
2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.
3. αρκετά, επαρκώς•довольно поздно αρκετά αργά•
довольно красивая αρκετά όμορφη•
довольно хорошо αρκετά καλά•
-молод αρκετά νέος•
прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.
4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•
довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•
тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•
довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.
-
2 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
3 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
4 где
επίρ.1. ερωτ. που;•где вы работаете? που δουλεύετε;
2. τοπ. πού•вот где να που.
3. αναφ. όπου•везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•
где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•
больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•
εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.
где бы – αντί να•где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε. -
5 неймётся
(μόνο 3 πρόσ. ενκ. ενστ.)ρ.δ. απρόσ. (απλ.) δεν ησυχάζω δε σταματώ•всё неймётся δε σταματά καθόλου•
ребёнку неймётся – всё бегает το παιδάκι δεν ησυχάζει, όλο τρέχει.
-
6 ну
ну 1επιφ.1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•
ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•
ну так что же? ε, καλά και τι;•
ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•
ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•
ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•
ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•
ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;
2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•
да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!
|| έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!
3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•
ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!
ну 2(μόριο)1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);
2. (και) αν, εάν•а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;
3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•
ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;
ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•
ну конечно και βέβαια•
ну нет όχι δεν•
ну хорошо λοιπόν καλά•
ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•
ну, а... αλλ όμως...
4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.
|| κι έτσι τελικά.5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.
εκφρ.ну-с! – (ε) λοιπόν!•ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω! -
7 отставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.
|| προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•отставить ногу προβάλλω το πόδι.
2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.
3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•
это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.
-
8 перестать
-ану, -анешьρ.σ. σταματώ, παύω•дождь -ал η βροχή σταμάτησε•
перестань, -те σταμάτα, -άτε, πάψε, -τε.
-
9 полно
полно 1ως κατηγ. φτάνει, αρκετά, είναι αρκετό• πάψε, σταμάτα, κόφτο. || τι λες! τι λέτε!εκφρ.да и полно – πέρα για πέρα• και τίποτε περισσότερο ή παραπάνω.полно 2επίρ.πλήρως, γεμάτα, κάργα. -
10 хватить
хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. βλ. хватать (1 σημ.).2. παίρνω, αποσπώ•хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.
3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.
7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.). -
11 хорошенький
επ.1. καλούτσικος, χαριτωμένος•-ое личико χαριτωμένο προσωπάκι.
|| ομορφούτσικος•-домик ομορφούτσικο σπιτάκι.
2. βλ. хороший (1 σημ.).3. ειρν. με σημασία: κακός, άσχημος.εκφρ.- ого понемножко – καλά φτάνει, αρκετά, σταμάτα. -
12 ша
επιφ. στάσου, σταματά. -
13 шабаш
-а κ. -а α.1. (шабаш) το Σάββατο σαν μέρα αργίας (στους Εβραίους).2. συγκέντωση νυχτερινή των μαγισσών (το μεσαίωνα). || μτφ. όργιο, ανήθικες πράξεις.3. το τέλος της δουλειάς• ανάπαυλα.4. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, σταμάτα, τέλος.(ναυτ.) σταματάτε την κωπηλασία (παράγγελμα).
См. также в других словарях:
Σταμάτα — Ημιορεινός οικισμός (1.605 κάτ., υψόμ. 370 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ., 1.605 κάτ.). Βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της Πεντέλης, βορειοανατολικά της Αθήνας … Dictionary of Greek
Stamata — Infobox Greek Dimos name = Stamata name local = Σταμάτα image coa = periph = Attica prefec = East Attica province = population = 2475 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf… … Wikipedia
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… … Dictionary of Greek
Stamata Revithi — Stamáta Revíthi Stamáta Revíthi Contexte général Sport pratiqué Athlétisme Période active … Wikipédia en Français
Stamata Revythi — Stamáta Revíthi Stamáta Revíthi Contexte général Sport pratiqué Athlétisme Période active … Wikipédia en Français
Stamáta Revíthi — Informations Discipline(s) marathon … Wikipédia en Français
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek