-
1 подземный
подземный υπόγειος· \подземный переход το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση* * *подзе́мный перехо́д — το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση
-
2 подземный
επ.υπόγειος•-ое озеро υπόγεια λίμνη•
-ые работы υπόγειες εργασίες•
-ое царство ο Αδης, τα Τάρταρα, ο Κάτω κόσμος, -το βασίλειο του
λούτωνα•подземный ход υπόγεια διάβαση.
-
3 подземный
подземн||ыйприл ὑπόγειος:\подземныйая железная дорога ὁ ὑπόγειος σιδηρόδρομος· \подземныйые воды τά ὑπόγεια ὕδατα· \подземный ход τό ὑπόγειο πέρασμα. -
4 взрыв
η έκρηξηη ανατίναξηдемографический - δημογραφική/πληθυσμιακή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрыв
-
5 сток
1. (движение жидкости) η ροή 2. (устройство для направления потока) о οχετόςτο αυλάκι3. (в гидрологии) η απορροήрусловой - εντός/μέσω της κοίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сток
-
6 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
7 δόνηση
[-ις (-εως)] η1) сотрясение (чего-л.); колебание; вибрирование; 2) колебание, вибрация (результат);δόνηση χορδής — вибрация струны;
3) сотрясение (земли); толчок;υπόγεια ( — или σεισμική) δόνηση — подземный толчок
-
8 гул
-а α.βουή, βούισμα, βουητό•подземный гул υπόγεια βουή•
гул моря το βουητό της θάλασσας.
|| οχλαβοή•гул голосов οχλαγωγία, χάβρα.
-
9 проделать
ρ.σ.μ.1. (δι)ανοίγω, φτιάχνω•проделать дверь в.стене φτιάχνω πόρτα στον τοίχο•
ход в заборе ανοίγω δίοδο (πέρασμα) στον περίβολο•
проделать подземный ход ανοίγω υπόγεια δίοδο (λαγούμι).
2. εκτελώ, εκπληρώ, κάνω, διεξάγω•он -ал огромную работу αυτός έκαμε τεράστια δουλειά.
3. κάνω, φτιάχνω (για ένα χρον. διάστημα)•целый час -ал упражнения ολόκληρη ώρα έκανα ασκήσεις.
-
10 ход
-а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•ход вперд κίνηση προς τα μπρος•
ход поезда η κίνηση του τρένου•
тихий ход σιγανή κίνηση•
полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•
средний ход μέση ταχύτητα•
два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•
дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•
пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•
работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•
всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•
на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•
по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.
|| η ταχύτητα•замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.
|| παλ. • εκκλσ. πομπή• λιτανεία•крестный ход η περιφορά του σταυρού.
2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•
ход сражения η εξέλιξη της μάχης•
постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•
ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.
3. λειτουργία•плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•
4. κίνηση με, δια•колсный ход η κίνηση με τροχούς•
гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•
коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.
5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•
ход тузом το παίξιμο με τον άσο.
|| η σειρά έναρξης•твой ход η σειρά σου (να παίξεις).
6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.8. είσοδος•ход парадный η κύρια είσοδος•
чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•
ход со двора είσοδος από την αυλή•
потайной ход κρυφή είσοδος•
комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.
|| δίοδος, πέρασμα, διάβαση•подземный ход υπόγεια βιάβαση.
|| μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.εκφρ.на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•-ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•своим -ом – με το δικό μου τρόπο•дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•- у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.