-
1 akabinde
κατόπιν, ξωπίσω -
2 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
-
3 впоследствии
-
4 вслед
вслед κατόπιν, ύστερα από идти \вслед за кем-л. Ακολουθώ κάποιον ◇\вслед за тем σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό* * *κατόπιν, ύστερα απόидти́ вслед за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
••вслед за тем — σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό
-
5 затем
-
6 после
после 1. нареч. κατόπιν, ύστερα, έπειτα· об этом мы поговорим \после γι* αυτό θα μιλήσουμε αργότερα 2. предлог ύστερα από, μετά· \после обеда το απόγευμα· \после лекция μετά τη διάλεξη· \после всех ύστερα απ* όλους* * *1. нареч.κατόπιν, ύστερα, έπειτα2. предлогоб э́том мы поговори́м по́сле — γι; 'αυτό θα μιλήσουμε αργότερα
ύστερα από, μετάпо́сле обе́да — το απόγευμα
по́сле ле́кции — μετά τη διάλεξη
по́сле всех — ύστερα απ' όλους
-
7 потом
-
8 о...
о..., об..., обо..., объ...1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть. -
9 Behind
prep.Bind ( a person's) hands behind his back: ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Dem. and Ar.).——————adv.In the rear: P. κατὰ νώτου.Be left behind, v.: P. and V. λείπεσθαι.Stay behind, v.: see Remain.Be behind, be too late, v.: P. and V. ὑστερεῖν, P. ὑστερίζειν.Behind, too late, adj.: P. and V. ὕστερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behind
-
10 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
11 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
-
12 изготовленный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изготовленный
-
13 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
14 навалом
1. (о транспортировке продуктов) η χύδην/χύμα μεταφοράη μεταφορά άνευ συσκευασίας2. мор. το ακούμπισματο πλοίο βρήκε (κατόπιν λάθους χειρισμού ή κακών συνθηκών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навалом
-
15 радиоволна
физ. το ραδιοκύμα, το ηλεκτρομαγνητικό κύμα(отражённая от ионосферы) - χώρου εκτρε-πόμενο προς την ιονόσφαιρα και ανακυκλωμένο κατόπιν τη γηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоволна
-
16 радиоэхо
η ραδιοηχώη λήψη του ηλεκτρομαγνητικού κύματος κατόπιν ανάκλασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоэхо
-
17 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
18 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
19 далёкий
I далёкий и далеко) μακρύτερα, παραπέρα, παρακάτω пойдёмте \далёкий πάμε παρακάτω 2. нареч. (потом) ύστερα, κατόπιν), μετά а \далёкий что? κ'ύστερα; II далёкий μακρινός, απομακ ρισμένος, απόμακρος* * *μακρινός, απομακρισμένος, απόμακρος -
20 вдогонку
вдогонкунареч στό κατόπιν, κατά πόδας, ἀπό πίσω, ξωπίσω:пуститься \вдогонку за кем-л. παίρνω τό κατόπι, τρέχω νά προλάβω κάποιον.
См. также в других словарях:
Κατόπιν ἑορτῆς. — κατόπιν ἑορτῆς. См. К шапочному разбору … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατόπιν — behind indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek