Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

по+-+и+κατόπιν+-+ας

  • 41 вы...

    πρόθεμα, σημαίνει: α) νύυηση από μέσα προς τα έξω π.χ. выехать, вывести, выбежать, β) αφαίρεση, βγάλσιμο, απομάκρυνση ενός μέρους του αντικειμένου ή ενός αντικειμένου από το άλλο π.χ. выбить, выломать, вывинтить, γ) ολοκλήρωση, τελείωμα, τέλος της ενέργειας π.χ. выбелить, выварить, вымокнуть, высушить, δ) επίτευξη κατόπιν ενέργειας π.χ. выпросить, выслужить, вытребовать, ε) με το μόριο «-ся» εκφράζει ολοκλήρωση της ενέργειας, αναγωγή αυτής ως το βαθμό που χρειάζεται π.χ. выплакаться, выспаться.

    Большой русско-греческий словарь > вы...

  • 42 горчица

    θ.
    1. σινάπι το λευκό, λαψάνα.
    2. σιναπόσκονη. || μουστάρδα•

    после ужина горчица (είναι) κατόπιν εορτής.

    Большой русско-греческий словарь > горчица

  • 43 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 44 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 45 задний

    -яя, -ее
    επ.
    πισινός, οπίσθιος•

    -двор οπισθαύλιο•

    -яя дверь πισόπορτα•

    -ее колесо πισινός τροχός•

    задний проход πρωκτός•

    -карман κωλοτσέπη•

    задний ход η προς τα πίσω κίνηση.

    εκφρ.
    - яя мысль – υστεροβουλία•
    - им умом крепок – στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα•
    - им числом – α) προχρονολογώ (επιστολή κ.τ.τ.), β) αργότερα, βραδύτερα•
    без -их ног – μου κόπηκαν τα γόνατα (από την κούραση)•
    подумать -им умом – σκέφτομαι κάτι κατόπιν εορτής (παράκαιρα).

    Большой русско-греческий словарь > задний

  • 46 подо...

    Χρησιμοποιείται αντί του под... (βλ. λ.)
    α) μπροστά από το «Й»: подойти, β) μπροστά από δυό ή περισσότερα σύμφωνα: подобрать, подогнуть, подорвать, подослать, γ) μπροστά από σύμφωνο κατόπιν του οποίου ακολουθεί «Ь»: подобью, подолью.

    Большой русско-греческий словарь > подо...

  • 47 после

    επίρ. κ. πρόθ. μετά, έπειτα απο, ύστερα απο, κατόπιν•

    после уж будет поздно μετά πια θα είναι αργά•

    поговорим после θα μιλήσομε μετά•

    после обеда μετά το φαγητό•

    после смерти μετά θάνατο.

    εκφρ.
    после того как... – (σύνδεσμος υποτακτικός) αφού, άμα, όταν πια, σαν.

    Большой русско-греческий словарь > после

  • 48 постфактум

    επίρ.
    κατόπιν εορτής, μετά το γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > постфактум

  • 49 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 50 усмотрение

    ουδ.
    1. εξέταση, μελέτη•

    усмотрение действовать по -ю ενεργώ κατόπιν εξέτασης ή κατά βούληση,

    2. κρίση, γνώμη•

    оставляю это на ваше усмотрение αφήνω αυτό στην κρίση σας•

    по своему -ю κατά την κρίση μου•

    по личному -ю κατά την προσωπική μου κρίση.

    Большой русско-греческий словарь > усмотрение

  • 51 утянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω, σέρνω. || μτφ. παίρνω μαζί μου (κατόπιν επιμονής μου)•

    утянуть в театр παίρνω στο θέατρο•

    утянуть в прогулку παίρνω στον περίπατο.

    2. (απλ.) παίρνω κρυφά, κλέβω.
    3. (συμ)μαζεύω, συστέλλω•

    утянуть живот μαζεύω την κοιλιά.

    4. τεντώνω, τείνω•

    утянуть дратву τεντώνω το σπάγκο.

    Большой русско-греческий словарь > утянуть

  • 52 Back

    subs.
    P. and V. νῶτον or pl.
    Of the back: P. and V. νωτιαῖος (Plat.).
    Of things: P. τὰ ὄπισθεν.
    The back legs: P. τὰ ὀπίσθια σκέλη (Xen.).
    At the back, behind, adv.: P. and V. ὄπισθεν, ὀπσω, Ar. and P. κατόπιν, ἐξόπισθεν, V. ὄπισθε.
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    On horse-back: P. and V. ἐφʼ ἵππου.
    On one's back, adj.: P. and V. ὕπτιος.
    Turn one's back, v. intrans.: V. νωτίζειν.
    They turned their backs in flight: V. πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν (Eur., And. 1141).
    Bind ( a person's) hands behind his back: Ar. and P. ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Ar., Lys. 434, and Dem. 356).
    Binding his hands behind his back: P. τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν (Lys. 94).
    Clasp one's hands behind one's back: P. τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω συμπλέκειν (Thuc. 4, 4).
    Why do you weep turning your back upon my face: V. τί μοι προσώπῳ νῶτον ἐγκλίνασα σόν δύρει (Eur., Hec. 739).
    ——————
    adv.
    P. and V. πλιν, ἔμπαλιν, εἰς τοὔπισθεν, P. εἰς τοὐπίσω, V. ἄψορρον, or use adj., V. ἄψορρος, παλίσσυτος, παλίντροπος, παλίμπλαγκτος.
    Ago: P. and V. πρότερον.
    Come back, v. intrans.: P. and V. ἐπανέρχεσθαι; see Return.
    Give back, v. trans.: P. and V. ποδιδόναι.
    Hang back, v. intrans.: P. and V. ὀκνεῖν, κατοκνεῖν. μέλλειν; see Hesitate.
    Turn back, v. trans.: P. and V. ποστρέφειν; v. intrans., P. and V. ποστρέφειν or pass., ποστρέφειν or pass.; see under Turn.
    ——————
    v. trans.
    Back water: Ar. and P. νακρούεσθαι (Vesp. 399), P. κρούεσθαι πρύμναν.
    Favour: P. and V. εὐνοεῖν (dat.).
    Support, confirm: P. βεβαιοῦν. V. intrans.
    Go back: P. and V. ποστρέφειν or pass.
    Back out ( of an undertaking): P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Back out of what one has said: P. ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Back

  • 53 anlaşmalı

    συμφωνημένος, προσυμφωνημένος, κατόπιν

    Türkçe-Yunanca Sözlük > anlaşmalı

  • 54 subsequently

    1) κατόπιν
    2) μεταγενέστερα

    English-Greek new dictionary > subsequently

См. также в других словарях:

  • Κατόπιν ἑορτῆς. — κατόπιν ἑορτῆς. См. К шапочному разбору …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κατόπιν — behind indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»