Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

от+руки

  • 101 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 102 наливной

    επ.
    1. ρευστός, χυτός.
    2. του νερού του υγρού•

    -ая мельница υδρόμυλος, νερόμυλος•

    -ое колесо υδραυλικός τροχός•

    -ое судно δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο.

    3. Με έκχυση.
    4. (για καρπούς) ώριμος, γινόμενος• ζουμερός.
    5. ωραίος, χυτός•

    -ые ножки χυτά πόδια•

    -ые руки χυτά χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > наливной

  • 103 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 104 настыть

    κ. настынуть,• -ыну, -ынешь, μτχ. παρλθ. χρ. настывший ρ.σ.
    1. ψύχω παγώνω καλύπτω (επιφάνεια) με•

    лд -ыл на ступень-кахо πάγος σκέπασε τα σκαλοπάτια.

    2. ψύχομαι, κρυώνω•

    комната -ла το δωμάτιο κρύωσε.

    || ξεπαγιάζω, μαργώνω•

    руки -ли τα χέρια πάγωσαν•

    я -ыл стоя на морозе ζεπάγιασα στέκοντας στον πάγο.

    Большой русско-греческий словарь > настыть

  • 105 обагрить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обагрённый, βρ: -рён, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) κοκκινοβάφω, κοκκινίζω, ερυθρώ. || αιματοβάφω, αιματοκυλίζω.
    εκφρ.
    руки кровью ή в крови – βάφω τα χέρια με (στο) αίμα.
    βάφομαι κόκκινος, κοκκινίζω. || (με τη λέξη «кровью») αιματοβάφομαι, αιματοκυλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обагрить

  • 106 обить

    обобью, обобьшь, προστκ. обей
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обить снег τινάζω το χιόνι•

    обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•

    обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.

    || βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•

    не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.

    3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.
    εκφρ.
    обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.
    (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•

    рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.

    || πέφτω, τρίβομαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > обить

  • 107 обколоть

    -коли, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ. σπάζω ολόγυρα• αποσπώ.
    σπάζω ολόγυρα αποσπώμαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. обколоть1) κεντώ, νύσσω γύρω-γύρω• τρυπώ•

    обколоть руки колючей проволокой κατατρυπώ τα χέρια.με αγκαθωτό σύρμα.

    κεντρίζομαι, τρυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обколоть

  • 108 обогреть

    -ею, -ешь
    ρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω•

    обогреть комнату ζεσταίνω το δωμάτιο•

    -руки ζεσταίνω τα χέρια.

    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•

    комната -лась το δωμάτιο ζεστάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обогреть

  • 109 обтереть

    оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω•

    губы καθαρίζω τα χείλη•

    обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•

    обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.

    || πλύνω•

    обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.

    2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).
    3. λειαίνω τρίβοντας.
    1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.
    2. φθείρομαι» τρίβομαι•

    брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.

    3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обтереть

  • 110 окостенеть

    -ю, -ешь
    ρ.σ.
    1. οστεοποιού-μαι, κοκαλιάζω.
    2. σκληρύνομαι, γίνομαι άκαμπτος•

    труп -л το πτώμα ξύλιασε.

    3. ξεπαγιάζω•

    руки и ноги -ли от холода τα χέρια και τα πόδια κοκκάλωσαν από το κρύο.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    е жизнь -ла η ζωή της μαράθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > окостенеть

  • 111 ополоснуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополоснутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ξεπλύνω•

    -кастрюлю ξεπλύνω την κατσαρόλα•

    ополоснуть руки ξεπλύνω τα χέρια.

    ξε-πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ополоснуть

  • 112 отмахать

    -аю, -аешь κ. -машу, -машешь ρ.σ.
    1. (отмахатьаю -аешь απλ.) κουνώ, κινώ.
    2. μτφ. κουράζω κουνώντας•

    утомить руки на молотьб κουράζω τα χέρια στουμπίζοντας, κοπανίζοντας.

    3. σηματοδοτώ με κινήσεις (χεριών, φαναριών κ.τ.τ.).
    4. διατρέχω γρήγορα.
    5. (απλ.) κάνω γρήγορα, εκτελώ σβέλτα.

    Большой русско-греческий словарь > отмахать

  • 113 оттереть

    ототру, ототршь, παρλθ. χρ. оттёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттёртый, βρ: -тёрт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλύνω,βγάζω, καθαρίζω•

    оттереть пятно καθαρίζω το λεκέ.

    || τρίβω, καθαρίζω τρίβοντας•

    оттереть грязь τρίβω τις λάσπες.

    2. τρίβω•

    оттереть замершие руки снегом τρίβω τα παγωμένα χέρια με χιόνι.

    3. σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ. || μτφ. εκτοπίζω, διώχνω, βγάζω έξω.
    βγαίνω, εξαλείφομαι, καθαρίζομαι με το πλύσιμο ή την τριβή•

    пятно оттрлось ο λεκές βγήκε (καθάρισε).

    Большой русско-греческий словарь > оттереть

  • 114 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 115 парализация

    θ.
    παραλυσία, παράλυση•

    парализация левой руки παράλυση του αριστερού χεριού.

    Большой русско-греческий словарь > парализация

  • 116 передать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταδίνω•

    передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•

    передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.

    || εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•

    передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.

    μεταβιβάζω, μεταφέρω•

    передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.

    || στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•

    передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).

    2. ανακοινώνω•

    передать известие μεταδίνω την είδηση.

    || διαβιβάζω•

    -айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.

    || εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•

    правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.

    3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•

    передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•

    передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.

    || διαδίνω•

    передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.

    4. παραδίνω•

    передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.

    5. πληρώνω παραπάνω•

    передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.

    || παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.
    1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•

    ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;

    2. παραδίνομαι•

    неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.

    Большой русско-греческий словарь > передать

  • 117 перемарать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перамаранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ.).
    1. καταλερώνω, καταμουτζουρώνω, πασσαλείφω•

    перемарать руки краской καταλερώνω τα χέρια με μπογιές.

    2. μουτζουρώνω (χειρόγραφο, βιβλίο κ.τ.τ.).
    (κατα)λερώνομαι, (κατα)μουτζουρωνομαι• πασσαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перемарать

  • 118 перерезать

    -ежу, -жешь ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•

    перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•

    перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.

    2. κατακόβω•

    перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.

    3. κατασφάζω•

    перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.

    1. κόβομαι•

    проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•

    перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.

    2. σφάζομαι•

    они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.

    || αλληλοσφάζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. перерезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > перерезать

  • 119 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 120 пожатие

    ουδ.
    σφίξιμο•

    пожатие руки σφίξιμο του χεριού.

    Большой русско-греческий словарь > пожатие

См. также в других словарях:

  • РУКИ — связаны, по рукам связан, не могу, воли нет. С руками оторвал, жадно схватил. Свет за рукой, из за руки, не с того боку, рука сама себя застит. Дело мне с руки, кстати, удобно. Не все (или не всякому) сходит с рук. Из рук вон дурно, плохо, гадко …   Толковый словарь Даля

  • Руки вверх! — «Руки вверх!» на радио Основная информация …   Википедия

  • Руки Вверх — Руки Вверх, Доктор Шлягер! Руки Вверх, Доктор Шлягер! Альбом Руки Вверх! Дата выпуска …   Википедия

  • Руки вверх — Руки вверх! Годы 1996 2006 Страна   …   Википедия

  • Руки Вверх, Доктор Шлягер! — Альбом Руки Вверх! Дата выпуска февраль …   Википедия

  • руки не оттуда растут — безграмотный, корявые руки, руки не из того места растут, неискусный, неумелый, неквалифицированный, неграмотный Словарь русских синонимов. руки не оттуда растут прил., кол во синонимов: 15 • безграмотный (24) …   Словарь синонимов

  • руки не из того места растут — прил., кол во синонимов: 16 • кривожопый (9) • криворукий (14) • мастер кислых щей …   Словарь синонимов

  • руки кривые — прил., кол во синонимов: 13 • безрукий (17) • кривожопый (9) • криворукий (14) • …   Словарь синонимов

  • Руки по швам! — Руки по швамъ! (иноск.) призывъ къ порядку (какъ во фрунтѣ руки держать по шву брюкъ, согласно дисциплинѣ). Руки по швамъ опускать (иноск.) подчиняться. Ср. На словахъ то онъ «садитесь пожалуйста», а на дѣлѣ такими иголками тебѣ сидѣніе… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руки чешутся — (иноск.) хочется сдѣлать что нибудь, взяться за что нибудь, побить кого нибудь. Ср. «Руки у тебя чешутся!» ( трогающему и портящему вещи). Ср. Не посмотрѣлъ бы, что она знатнаго роду... такую бы ческу задалъ, что своихъ не узнала бы... И теперь… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руки Орлака — Orlacs Hände Жанр Ужасы Фантастика Режиссёр Роберт Вине Автор сценария Людвиг Нерц …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»