Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+ушёл+в+науку

  • 1 вклад

    1. (внесение денег на счет) η κατάθεση 2. (сумма, находящаяся на счете в банке, количество денег на счете) о λογα-ριασμ/ός 3. (в науку и т.п.) η συμβολή, η συνεισφορά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклад

  • 2 курс

    1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους
    - следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού
    2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс

  • 3 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 4 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 5 вклад

    α.
    1. κατάθεση, καταβολή•

    вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.

    2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).
    3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•

    ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > вклад

  • 6 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 7 окунуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окунутый, βρ: -ут. -а, -о
    ρ.σ.μ. βυθίζω, βουτώ•

    окунуть до пояса βουτώ ως τη ζώνη (μέση).

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι, βουτιέμαι•

    окунуть до шеи βυθίζομαι ως το λαιμό•

    окунуть в мрак βυθίζομαι στο σκοτάδι.

    || μτφ. ρίχνομαι, αφοσιώνομαι•

    окунуть в науку αφοσιώνομαι στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > окунуть

  • 8 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»