Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+глуп

  • 1 глупеть

    глуп||еть
    несов γίνομαι κουτός, μωραί-νομαι, ἀποβλακώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > глупеть

  • 2 глупец

    глуп||ец
    м ὁ βλάκας, ὁ κουτός, ὁ ἀνόητος.

    Русско-новогреческий словарь > глупец

  • 3 глупить

    глуп||и́ть
    несов разг κάνω βλακείες:
    не \глупитьй μήν κάνεις ἀνοησίες.

    Русско-новогреческий словарь > глупить

  • 4 глупый

    глу́п||ый
    прил βλακώδης, κουτός, ἀνόητος:
    он глуп как пробка βλάκας μέ περικεφαλαία.

    Русско-новогреческий словарь > глупый

  • 5 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 6 настолько

    настолько
    нареч τόσο[ν], τοσούτον, σέ τέτιο βαθμό, σέ τέτιο σημείο:
    \настолько... насколько... τόσον... ὅσον...· \настолько что... τόσον ὡστε, ούτως ὡστε...· он \настолько занят делами что... εἶναι τόσο ἀπασχολημένος μέ τίς ὑποθέσεις πού...· я не \настолько глуп, чтобы... δέν εἶμαι τόσο κουτός γιά νά...

    Русско-новогреческий словарь > настолько

  • 7 пробка

    пробк||а
    ж
    1. (материал) ὁ φελλος·
    2. (для бутылок) τό πώμα, ἡ τάπα·
    3. эл. ἡ ἀσφάλεια·
    4. перен (затор) τό φράξιμο, ἡ ἔμφραξη [-ις]· ◊ глуп как \пробка разг θεόκουτος.

    Русско-новогреческий словарь > пробка

  • 8 глупый

    επ., βρ: глуп, -а, -о
    κουτός, ανόητος, μωρός•

    -ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•

    -ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•

    -ая книга αχαμνό βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > глупый

  • 9 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 10 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 11 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 12 мерин

    α.
    πουλάρι ευνουχισμένο.
    εκφρ.
    вёрт, как сивый мерин – ψεύδεται ασύστολα•
    глуп (глупи), как сивый мерин – κουτούλιακας, βλάκας.

    Большой русско-греческий словарь > мерин

  • 13 неглупый

    επ., βρ: -глуп, -а, -о
    όχι κουτός• έξυπνος• λογικός, μυαλωμένος•

    неглупый человек έξυπνος άνθρωπος•

    неглупый ответ έξυπνη απάντηση•

    неглупый совет λογική συμβουλή.

    Большой русско-греческий словарь > неглупый

  • 14 пробка

    θ.
    1. φελλός, υλικό από φελλοφόρο δέντρο.
    2. πώμα, βούλωμα, τάπα•

    резиновая, стеклянная пробка λαστιχένιο, γυάλινο βούλωμα.

    3. μτφ. φραγμός, εμπόδιο.
    4. ασφάλεια ηλεκτρική πωματοειδής.
    εκφρ.
    глуп как пробка – κουτούλιακας.

    Большой русско-греческий словарь > пробка

  • 15 страшно

    1. επίρ. φοβερά, τρομερά, υπερβολικά• δεινώς•

    он страшно глуп αυτός είναι υπερβολικά κουτός.

    2. ως κατηγ. είναι φοβερό•

    мне φοβούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > страшно

См. также в других словарях:

  • глуп до святости — глупый, без царя в голове, умом не блещет, без головы Словарь русских синонимов. глуп до святости прил., кол во синонимов: 18 • без головы (6) • …   Словарь синонимов

  • глуп, как бревно — прил., кол во синонимов: 15 • без мозгов (17) • без царя в голове (37) • безголовый (53) …   Словарь синонимов

  • глуп, как гусь — прил., кол во синонимов: 18 • без мозгов (17) • без царя в голове (37) • безголовый (53) …   Словарь синонимов

  • глуп, как пень — прил., кол во синонимов: 16 • без мозгов (17) • без царя в голове (37) • безголовый (53) …   Словарь синонимов

  • глуп, как пробка — прил., кол во синонимов: 19 • без мозгов (17) • без царя в голове (37) • безголовый (53) …   Словарь синонимов

  • глуп, как сивый мерин — прил., кол во синонимов: 18 • без мозгов (17) • без царя в голове (37) • безголовый (53) …   Словарь синонимов

  • глуп как пень — глуп как пробка, глуп как гусь, глуп как сивый мерин, только что тряпку не сосет, глупый Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • Глуп по самый кляч. — (кляч, на Волге, заметка на шесте осадки судна: стало быть: глуп на всю глубину, во всю огрузку). См. УМ ГЛУПОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Глуп как сивый мерин — МЕРИН, а, м. Кастрированный жеребец. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Глуп совсем, кто не знается ни с кем. — Глуп совсем, кто не знается ни с кем. См. ОДИНОЧЕСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Глуп дает деньги, глупей того не берет. — Глуп дает деньги, глупей того не берет. См. СУД ЛИХОИМСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»