Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

они!

  • 61 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 62 клеветать

    -вещу, -вещешь, μτχ. ενστ. клевещущий
    ρ.δ. συκοφαντώ• δυσφημώ•

    они -щут на нас αυτοί μας συκοφαντούν•

    он -щет αυτός συκοφαντεί.

    Большой русско-греческий словарь > клеветать

  • 63 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 64 лукать

    ρ.δ. (παλ. κ. διαλκ.) ρίχνω, πετώ•
    ρίχνω ο ένας στον άλλον•

    они камнями -ются αυτοί πετροβολούνται..

    Большой русско-греческий словарь > лукать

  • 65 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 66 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 67 наглядеть

    -яжу, -ядишь ρ.σ.μ. (απλ.) βλέπω, θεωρώ καλά.
    1. βλέπω, κοιτάζω πολύ, παρακοιτάζω, χορταίνω να βλέπω•

    -лся я на их страдания είδα πολύ καλά τα βάσανα τους•

    они не могут досыта наглядеть на природу αυτοί δε χορταίνουν να•

    ио ιτάζουν (θαυμάζουν) τη φύση.

    2. γνωρίζω, συναντώ πολλά (στη ζωή, δράση)

    Большой русско-греческий словарь > наглядеть

  • 68 назло

    επίρ.
    για πείσμα προς, από πείσμα προς, για κακό προς, από κακία προς•

    назло они это сделали мне назло αυτοί το έκαμαν αυτό για να με κακιώσουν (να με σκάσουν).

    Большой русско-греческий словарь > назло

  • 69 натравить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ εξωθώ, υποκινώ, σπρώχνω•

    натравить собак на зверя παρορμώ τα σκυλιά κατά του θηρίου•

    они -ли на него соседа αυτοί παρότρυναν εναντίον του το γείτονα.

    2. δηλητηριάζω μαζικά, εξολοθρεύω, καταστρέφω.
    3. χαράσσω με καυστικό υγρό.

    Большой русско-греческий словарь > натравить

  • 70 неплохо

    επίρ.
    όχι άσχημα αρκετά καλά•

    они выглядит неплохо αυτή έχει αρκετά καλή όψη•

    это -сказано αυτό καλά ειπώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > неплохо

  • 71 обещать

    ρ.δ.κ.σ.
    1. υπόσχομαι•

    он -ал, что придёт αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει.

    . διαβεβαιώνω.
    2. τάζω παρέχω ελπίδες•

    обещать золотые горы τάζω φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.

    υπόσχομαι. || αλ-ληλούπόσχομαι, δινομε το λόγο σύζευξης•

    они -лись αυτοί έδοσαν το λόγο να παντρευτούν.

    Большой русско-греческий словарь > обещать

  • 72 одинаковый

    επ., βρ: -ков, -а, -о
    όμοιος, ίδιος•

    -не взгляды ίδιες απόψεις•

    они -го роста αυτοί έχουν το ίδιο ανάστημα•

    -ым способом με τον ίδιο τρόπο•

    -го размера ίδιου μεγέθους•

    в -ой мере στον ίδιο βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > одинаковый

  • 73 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 74 отречься

    -екусь, -ечшься, -екутся παρλθ. χρ. отркся, отреклась, -лось
    ρ.σ. αρνούμαι, αρνιέμαι• αποποιούμαι, αποστέργω•

    отречься от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || απαρνούμαι•

    они -клись от револиции αυτοί απαρνήθηκαν την επανάσταση•

    отречься от своего мнения απαρνούμαι τη γνώμη μου.

    || παραιτούμαι•

    от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > отречься

  • 75 отъехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι• διανύω• διατρέχω•

    отъехать в сторону αναμερίζω•

    они -ли от деревни километра три αυτοί απομακρύνθηκαν από το χωριό τρία χιλιόμετρα.

    || αναχωρώ, φεύγω, μισεύω.
    2. φεύγω, αφήνω ήσυχο.
    3. (απλ.) βλ. отстать (1 σημ.).
    4. (απλ.) ξεφεύγω από τη θέση, χαλαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отъехать

  • 76 перерезать

    -ежу, -жешь ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•

    перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•

    перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.

    2. κατακόβω•

    перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.

    3. κατασφάζω•

    перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.

    1. κόβομαι•

    проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•

    перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.

    2. σφάζομαι•

    они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.

    || αλληλοσφάζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. перерезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > перерезать

  • 77 погодок

    -дка α. διαφορά ενός χρόνου γέννησης (για αδερφό, -ή)•

    они -и αυτοί έχουν διαφορά ηλικίας ενός χρόνου.

    || ενός χρόνου μεγαλύτερος μου, -ρή μου.

    Большой русско-греческий словарь > погодок

  • 78 подрядить

    ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα-βώ•

    подрядить плотников и каменщиков μισθώνω μαραγκούς και χτίστες.

    επιχειρώ, αναλαβαίνω, παίρνω εργολαβία•

    подрядить на постройку здания ανάλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής.

    υποχρεώνομαι•

    они -лись возить дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν καυσόξυλα.

    Большой русско-греческий словарь > подрядить

  • 79 поздний

    -яя, -ее
    επ.
    1. προχωρημένος, περασμένος•

    поздний час περασμένη ώρα•

    они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•

    -яя осень τέλος του Φθινοπώρου.

    || τελευταίος•

    поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•

    поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.

    2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•

    -ие цветы όψιμα άνθη.

    || απομακρυσμένος, μακρινός•

    -ие потомки μακρινοί απόγονοι.

    εκφρ.
    самое -ее – το αργότερο.

    Большой русско-греческий словарь > поздний

  • 80 поладить

    ρ.σ. τα φτιάχνω, τα ταιριάζω, αποκτώ καλές σχέσεις• συμφωνώ• συμφιλιώνομαι•

    они не -ли между собой αυτοί δεν τά φτιαξαν μεταξύ τους.

    Большой русско-греческий словарь > поладить

См. также в других словарях:

  • они — местоимение, употр. наиб. часто Морфология: мн. кто/что? они, (нет) кого/чего? их, кому/чему? им, (вижу) кого? их, кем/чем? ими, о ком/чём? о них 1. Они вы употребляете тогда, когда говорите о двух или более лицах, которые не участвуют в вашем… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Они и мы — Жанр музыкальный, короткометражный, телефильм Режиссёр Евгений Андриканис Автор сценария Евгений Андриканис и М. Семенцова …   Википедия

  • ОНИ — их, им, их, ими, о них (в сочет. с предлогами: них, ним, ними); местоим. сущ. 1. (с сущ. во мн.). Указывает на предмет речи или на лицо, не являющееся ни говорящим, ни собеседником. Друзья... С ними я давно распростился. Птиц не слышно: они не… …   Энциклопедический словарь

  • ОНИ — ОНИ, их, им, ими, о них (о начальном н после предлогов см. §66; без н, напр. с ими, у их и т.п. прост. обл.), мест. личное 3 го лица мн. 1. Те же значения, что у он 1 в 1 и 2 знач., но применительно к предмету мн. без различия рода. Ленский… с… …   Толковый словарь Ушакова

  • Они! — Them! Жанр Фантастика фильм ужасов Режиссёр Гордон Дуглас Продюсер Дэвид Вайсбарт …   Википедия

  • Они — (ж) рожденная в священном месте Африканские имена. Словарь значений. Они (ж) требуемая Египетские имена. Словарь значений …   Словарь личных имен

  • ОНИ — см. он. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ОНИ — город (с 1846) в Грузии, на р. Риони, в 127 км от ж. д. ст. Кутаиси. 5,9 тыс. жителей (1991). Пищевая промышленность, швейная фабрика. Театр. Краеведческий музей …   Большой Энциклопедический словарь

  • Они — мест. 1. Указывает на предмет речи или на лицо, не являющееся ни говорящим, ни собеседником. 2. Именно те, а не другие (обычно как уточнение со сл.: сами, самые). 3. разг. Употребляется с указательным или усилительным значением (обычно с частицей …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ОНИ — «ОНИ», Грузия, ГЕОРГИЙ, 1992, цв., 142 мин. Социальная притча. История жизни молодого человека в современной Грузии,охватывающая «застойные годы», тюрьму, криминальнуюдеятельность после освобождения, самоубийство. Как вам кажется? Если бы у кого… …   Энциклопедия кино

  • они — сущ., кол во синонимов: 2 • вымышленное существо (334) • город (2765) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»