-
1 пронестись
ρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•-елась мысль πέρασε η σκέψη.
2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•
детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.
3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•-сся слух διαδόθηκε η φήμη•
-сся крик ακούστηκε κραυγή•
-лась весть διαδόθηκε η είδηση.
-
2 отнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс-несла.-лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω•брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.
|| μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.
2. παρασύρω•ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•
течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.
|| μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.
|| απομακρύνω, αναμερώ•отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.
3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.
4. αναβάλλω•отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.
|| αποκόπτω, κόβω μονομιάς.1. (συμπερι) φέρομαι•он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•
отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.
|| δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.
2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•
это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.
-
3 холод
-а (холоду), προθτ. на холоде κ.на холоду, πλθ. холода а.1. κρύο, ψύχος•он пожался от -а αυτός μαζεύτηκε (κουβάρι) από το κρύο•
дрожать от -а τρέμω από το κρύο•
наступили -а ήρθαν τα κρύα•
холод крепчал το κρύο δυνάμωνε•
в -а пострадали цветы από το• κρύο βλάφτηκαν τα λουλούδια,• холод ужаса κρύο φρίκης (από τη φρίκη)•
у меня холод пробежал по всему телу κρύο (ρίγος) μου πέρασε σόλο το σώμα.
2. μτφ. αδιαφορία• απάθεια•отнёсся он к нему с -ом αυτός του φέρθηκε ψυχρά.
εκφρ.терпеть (испытывать – κ.τ.τ.) холод и голод είμαι σε έσχατη ένδεια, λιμοκτονώ, με δέρνει το κρύο και η φτώχεια, δεν έχω ούτε φώλι ούτε προσφώλι.
См. также в других словарях:
донёсся — грохот • действие, субъект донёсся шум • действие, субъект … Глагольной сочетаемости непредметных имён
возлісся — я, с., діал. Узлісся … Український тлумачний словник
занёсся — [занестись] … Словарь употребления буквы Ё
пронёсся — слух • существование / создание, субъект, много … Глагольной сочетаемости непредметных имён
разнёсся — слух • существование / создание, субъект … Глагольной сочетаемости непредметных имён
Полісся — Sp Polèsė Ap Палессе/Palyessye baltarusiškai (gudiškai) Sp Palèsė Ap Полесье/Poles’ye rusiškai Ap Полісся/Pоlissya ukrainiškai Ap Polesie lenkiškai L žem. Baltarusijoje, Lenkijoje, Ukrainoje ir RF … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
безлісся — іменник середнього роду … Орфографічний словник української мови
возлісся — іменник середнього роду діал … Орфографічний словник української мови
густолісся — іменник середнього роду … Орфографічний словник української мови
дрібнолісся — іменник середнього роду … Орфографічний словник української мови
Дуболісся — іменник середнього роду населений пункт в Україні … Орфографічний словник української мови