Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

нога

  • 1 нога

    нога ж το πόδι· το πέλμα (ступня)· идти в ногу а) πηγαίνω (или βαδίζω) με ( ταιριαστό) βήμα· б) лерен. δε μένω πίσω ◇ вверх \ногами ανάποδα
    * * *
    ж
    το πόδι; το πέλμα ( ступня)

    идти́ в но́гу — а) πηγαίνω ( или βαδίζω) με (ταιριαστό) βήμα б) перен. δε μένω πίσω

    ••

    вверх нога́ми — ανάποδα

    Русско-греческий словарь > нога

  • 2 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 3 нога

    1. (опора) το πόδι
    το στήριγμα
    2. (человека, животного) το πόδι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нога

  • 4 нога

    ног||а
    ж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):
    длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!

    Русско-новогреческий словарь > нога

  • 5 нога

    [ναγκά] ουσ. θ. πόδι

    Русско-греческий новый словарь > нога

  • 6 нога

    [ναγκά] ουσ θ πόδι

    Русско-эллинский словарь > нога

  • 7 мачта

    ο ιστ/ός, το κατάρτι
    крепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδες
    бизань - του επιδρομίσκου, η μετζάνα
    заваливающаяся мор. - σπαστός -
    запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτου
    короткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -
    радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта

  • 8 икра

    I икра Ι ж το χαβιάρι кетовая (или красная) \икра το μπρικ II икра II ж (нога) η γάμπα, η κνήμη,
    * * *
    I ж
    το χαβιάρι

    ке́то́вая ( или кра́сная) икра́ — το μρικ

    II ж
    (ноги́) η γάμπα‚ η κνήμη

    Русско-греческий словарь > икра

  • 9 действовать

    действовать
    несов
    1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:
    \действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον
    2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):
    у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·
    3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:
    \действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·
    4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):
    \действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·
    5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.

    Русско-новогреческий словарь > действовать

  • 10 деревяшка

    деревяшка
    ж
    1. τό ξύλο, τό κούτσουρο·
    2. (деревянная нога) разг τό ξύλινο πόδι.

    Русско-новогреческий словарь > деревяшка

  • 11 след

    след
    м
    1. (отпечаток) τό Ιχνος, τό ἀποτύπωμα/ ἡ πατημασιά (тк. нога):
    идти по \следа́м βαδίζω στά ϊχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, πέρνω στό κατόπι· обнаружить чьй-л, \следы ἀνακαλύπτω τά Ιχνη κάποιου·
    2. (остаток или признак чего-л.) τό Ιχνος:
    \следы ожо́га σημάδι ἀπό ἐγκαυμα· \следы преступления τά Ιχνη τοῦ ἐγκλήματος·
    3. перен ἡ συνέπεια:
    оставить неизгладимый \след ἀφήνω ἀνεξίτηλο Ιχνος· ◊ заметать \следы ἐξαφανίζω τά ίχνη· идти по горячим \следам πηγαίνω στά φρέσκα ἰχνη· его и \след простыл разг ἐγινε ἄφαντος.

    Русско-новогреческий словарь > след

  • 12 болеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•

    он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•

    она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.

    2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•

    болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.

    εκφρ.
    болеть душой ή сердцемβλ. 2 σημ.
    -ит, ρ.δ.
    (για μέλος του σώματος) πονώ•

    нога -ит το πόδι πονά•

    зубы -ят τα δόντια πονούν.

    εκφρ.
    душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι).

    Большой русско-греческий словарь > болеть

  • 13 вспухнуть

    -ет, παρλθ. χρ. вспух, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. вспухший, κ. вспухнувший, ρ.σ. πρήζομαι, φουσκώνω•

    -ла нога πρήστηκε το πόδι•

    ушибленное место -ло το τσιμπιμένο μέρος φούσκωσε.

    Большой русско-греческий словарь > вспухнуть

  • 14 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 15 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 16 замлеть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. μουδιάζω, ξενεύω•

    нога -ла το πόδι μούδιασε.

    2. αποθαρρύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замлеть

  • 17 парализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. парализованный, βρ: -ван, -а, -о;
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. παραλύω, ακινητοποιώ•

    у него -а нога αυτός έπαθε παράλυση του ποδιού.

    2. μτφ. σμπαραλιάζω, εξαρθρώνω•

    парализовать силы противника σμπαραλιάζω τις δυνάμεις του εχθρού.

    παραλύω, παθαίνω παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > парализовать

  • 18 пятый

    (αριθμ. τακτικό).
    1. πέμπτος•

    пятый этаж πέμπτος όροφος.

    2. ουσ. -ая θ. το πέμπτο•

    -ая населении το ένα πέμπτο του πληθυσμού..

    εκφρ.
    нужен как собаке -ая нога – χρειάζεται όσο ο πέμπτος τροχός του αμαξιού.

    Большой русско-греческий словарь > пятый

  • 19 собачий

    -ья, -ье
    επ.
    1. σκύλινος, σκυλίσιος•

    собачий лай γαύγισμα, υλακή•

    -ье мясо σκυλισιο κρέας•

    собачий клещ τσιμπούρι σκυλιού, κυνορραί-στης.

    2. όπως του σκύλου•

    -ья привязанность αφοσίωση όπως του σκύλου.

    || μτφ. βαρύς, τραχύς, σκληρός•

    -ья жизнь σκυλίσια ζωή.

    || μτφ. πρόστυχος, επονείδιστος. || υβρ. сын σκυλόπαιδο•

    -ья душа σκυλόψυχος.

    || ουσ. πλθ. -чьи, -их τα κυνιδή (ζώα).
    εκφρ.
    собачья нога (ножка)απλ. βλ. козья ножка (στη λ. козий)• собачий нюх σκυλίσια όσφρηση (ικανότητα προαίσθησης, διάγνωσης)•
    собачий холод – δριμύ ψύχος, κερατόκρυο, σκυλίσια κρύα.

    Большой русско-греческий словарь > собачий

См. также в других словарях:

  • НОГА — жен. ножка, ноженька, ножища, один из членов, одна из конечностей животного, на которой оно стоит и ходит: одна из нижних конечностей человека, состоящая из лядвеи (ляжки, стегна, бедра), голени (берца, будыли) и ступни (плюсны, стопы, лапы) с… …   Толковый словарь Даля

  • нога — и, вин. ногу; мн. ноги, дат. ногам; ж. 1. Одна из двух нижних конечностей человека, а также одна из конечностей птиц, некоторых животных. Правая н. Левая н. Задние, передние ноги коровы. Мужские, женские ноги. Загорелые ноги. Красивые, стройные,… …   Энциклопедический словарь

  • нога — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? ноги, чему? ноге, (вижу) что? ногу, чем? ногой, о чём? о ноге; мн. что? ноги, (нет) чего? ног, чему? ногам, (вижу) что? ноги, чем? ногами, о чём? о ногах 1. Ноги человека или животного это… …   Толковый словарь Дмитриева

  • НОГА — НОГА, ноги, вин. ногу, мн. ноги, ногам, жен. 1. Одна из двух нижних конечностей человека. Сидеть нога на ногу. «У меня руки ноги дрожат.» Достоевский. || Одна из конечностей у животного. || перен. Ходьба, беганье (редко). «Волка ноги кормят.»… …   Толковый словарь Ушакова

  • нога — вин. п. ногу, укр. нога, др. русск., ст. слав. нога πούς, γόνυ (Супр.), болг. нога, диал. (Младенов 358), сербохорв. но̀га, вин. но̏гу, словен. noga, чеш., слвц. nоhа, польск. nоgа, в. луж. nоhа, н. луж. nоgа. Родственно (с исходным знач. коготь… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • нога — нога, ноги, ноги, ног, ноге, ногам, ногу, ноги, ногой, ногою, ногами, ноге, ногах (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • НОГА — «НОГА», СССР, 12А, 1991, цв., 93 мин. Драма. По мотивам одноименного рассказа Уильяма Фолкнера. Фильм «Нога» поставлен Никитой Тягуновым по мотивам одноименной новеллы Фолкнера. Это маргинальный рассказ, во первых, для американской литературы, во …   Энциклопедия кино

  • нога — быть на короткой ноге, валяться в ногах, давай бог ноги, живой ногой, жить на большую ногу, жить на широкую ногу, колосс на глиняных ногах, наступить на ногу, не дать наступить себе на ногу, нетвердый на ногах, ни в зуб ногой толкнуть, ни ногой,… …   Словарь синонимов

  • нога — нога, ноги, ногу; мн.ноги, ног, ногам; держать, схватить за ногу (ноги); сидеть нога за (на) ногу; уронить на ногу, надетьна ногу (ноги); переступать с ноги на ногу; встать, поставитьна ноги; подложить что л. под ногу (ноги); смотреть подноги …   Русское словесное ударение

  • нога́ец — ногаец, ногайца; р. мн.ногайцев …   Русское словесное ударение

  • НОГА — НОГА, и, вин. ногу, мн. ноги, ног, ам, жен. 1. Одна из двух нижних конечностей человека, а также одна из конечностей животного. Правая, левая н. Задние, передние ноги. Сидеть н. на ногу или н. за ногу (положив одну ногу на другую). Идти н. за… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»