-
1 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
2 гореть
-рю, -ришь, ρ.δ.1. καίγομαι•дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•
дом -ит το σπίτι καίγεται.
|| καίω, είμαι αναμμένος•печка -ит η θερμάστρα καίει•
лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).
2. φλέγομαι, ψήνομαι•ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.
3. κοκκινίζω, ερυθριώ•я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•
уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•
лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).
4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.
7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.εκφρ.- ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•дело (работа – κ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά). -
3 нога
-
4 болтать
болтать Iнесов1. (взбалтывать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω;2. (качать) κινώ, σείω, κουνῶ:\болтать ногами κινώ (или κουνώ) τά πόδια μου.болтать IIнесов (говорить) φλυαρώ, πολυλογώ:\болтать вздор μωρολογώ, λέω ἀνοησίες; \болтать без умолку φλυαρώ ἀσταμάτητα; \болтать с кем-л. κουβεντιάζω μέ κάποιον. -
5 вертеться
вертеть||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:\вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου. -
6 голый
го́л||ыйприл1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'2. перен (без прикрас) καθαρός:\голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει. -
7 гореть
гор||етьнесов1. καίω, καίγομαι:лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:голова \горетьит τό μέτωπο καίει·4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:\гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία. -
8 дрыгать
дрыгатьнесов разг:\дрыгать ногами τινάζω τά πόδια, τσινάω, κλωτσάω. -
9 мять
мятьнесов1. (разминать) ζουπίζω, ζουλῶ, μαλάζω, ζυμώνω / πατῶ, καταπατώ, ποδοπατώ (ногами)·2. (комкать) τσαλακώνω, ζαρώνω·3. (лен, пеньку и т. п.) τρίβω. -
10 обнаженный
обнаж||енный1. прич. от обнажить-2. прил γυμνός:с \обнаженныйенной головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· с \обнаженныйеннымп ногами ξυπόλητος, γυμνόπους· \обнаженныйенная натура жив. τό γυμνό·. -
11 перебирать
перебиратьнесов1. (сортировать) ταξινομῶ, τακτοποιώ, ξεχωρίζω·2. (касаться пальцами):\перебирать стру́ны δοκιμάζω τίς χορδές, παίζω τίς χορδές· \перебирать четки παίζω τό κομπολό(γ)ι· 3.:\перебирать ногами (о лошади) κουνώ (или σαλεύω) τά πόδια·4. полигр. ξαναστοιχειοθετώ· ◊ \перебирать в памяти ξαναφέρνω στή[ν] μνήμη μου, ψάχνω νά θυμηθώ. -
12 переступать
переступатьнесов, переступить сов1. ὑπερπηδώ, διαβαίνω, περνώ:\переступать порог περνώ τό κατώφλι·2. перен βιάζω, παραβιάζω:\переступать границы ὑπερβαίνω τά ὀρια, παρεκτρέπομαι· ◊ едва переступа́ть ногами σέρνομαι μετά βίας· переступать с ноги на йогу στηρίζομαι πότε στό ἕνα πόδι πότε στό ἀλλο. -
13 почва
почв||аж1. τό ἔδαφος, ἡ γή:болотистая \почва τό ἐλωδες, βαλτώδες ἔδαφος· гли́иистая \почва τό πηλώδες (άργιλλώδες) ἔδαφος· плодородная \почва τό γόνιμο ἔδαφος·2. перен τό ἔδαφος, ἡ βάσις:на-щу́пать \почвау ἀνιχνεύω, βολιδοσκοπώ· заранее подготовить \почвау προετοιμάζω, προλειαίνω τό ἔδαφος· терять \почвау под ногами μοῦ φεύγει τό ἔδαφος4, κάτω ἀπ' τά πόδια μου· выбивать \почвау из-под ног ἀφοπλίζω στή συζήτηση, στρυμώχνω στή συζήτηση· ◊ на \почвае чего-л. ἐξαιτίας, ἔνεκα, λόγω τοῦ. -
14 приминать
приминатьнесов τσαλακώνω / πατῶ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ (ногами):\приминать поду́шку τσαλακώνω τό προσκέφαλο· \приминать траву́ τσαλαπατώ τά χόρτα. -
15 путаться
путать||ся1. μπερδεύομαι·2. (о мыслях и т. п.) разг σαστίζω (άμετ.), τά χάνω, μπερδεύομαι·3. (вмешиваться) разг ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι/ ἐμποδίζω (мешать)· ◊ не путайся под ногами μή μ' ἐμποδίζεις, μή μπερδεύεσαι μέσ' τά πόδια μου. -
16 семенить
семенитьнесов разг:\семенить ногами περπατώ μέ μικρά βήματα -
17 терять
терятьнесов в разн. знач. χάνω:\терять ключи χάνω τά κλειδιά· \терять· Дорогу χάνω τό δρόμο· \терять терпение χάνω τήν ὑπομονή μου· \терять зрение χάνω τήν ὅραση (μου)-\терять время χάνω καιρό· не \терять надежды δέν ἀπελπίζομαι· \терять силу юр. παύω νά ἰσχύω· \терять на чем-л. βγαίνω χαμένος· \терять в чьем-л. мнении ξεπέφτω στήν ἐκτίμηση κάποιου· ◊ \терять по́чву под ногами χάνω τό ἐδαφος κάτω ἀπ' τα πόδια μου· \терять голову χάνω τά λογικά μου· \терять кого-либо из виду χάνω κάποιον ἀπό τά μάτια μου· нечего \терять δέν χάνω τίποτε. -
18 топтать
топт||атьнесов1. πατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, καταπατώ·2. (грязнить) γεμίζω πατημασιές:\топтатьать пол γεμίζω πατημασιές τό πάτωμα· \топтатьать ногами τσαλαπατώ· \топтатьать траву́ πατώ τό χορτάρι. -
19 упираться
упиратьсянесов1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:\упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα. -
20 утаптывать
утаптыватьнесов πατῶ, ἰσιώνω πατώντας:\утаптывать ногами πατώ, τσαλαπατώ· \утаптывать землю (снег) πατώ τό ἐδαφος (τό χιόνι).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ногами — нареч, кол во синонимов: 9 • абы как (17) • как попало (11) • кое как (63) • … Словарь синонимов
ногами вавилоны выделывает — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны пишет (1 … Словарь синонимов
ногами вавилоны пишет — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны выделывает … Словарь синонимов
ногами вензеля выделывает — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны выделывает … Словарь синонимов
ногами вензеля пишет — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны выделывает … Словарь синонимов
ногами кренделя выделывает — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны выделывает … Словарь синонимов
ногами кренделя пишет — прил., кол во синонимов: 13 • бухой (69) • на кочерге (58) • ногами вавилоны выделывает … Словарь синонимов
Ногами вперёд — Feet First … Википедия
ногами мыслете выделывает — прил., кол во синонимов: 8 • бухой (69) • еле можаху (7) • на кочерге (58) • … Словарь синонимов
ногами мыслете пишет — прил., кол во синонимов: 8 • бухой (69) • еле можаху (7) • на кочерге (58) • … Словарь синонимов
Ногами Яэко — (р. 8.5.1885, префектура Оита, о. Кюсю), японская писательница, член Японской академии искусств. В 1906 окончила женский Колледж Мэйдзи. В молодости находилась под влиянием Нацумэ Сосэка. Печатается с 1907 (повесть «Судьба»). Известностью… … Большая советская энциклопедия