Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

никто+ещё

  • 21 гадать

    ρ.δ. μαντεύω, προλέγω, προγιγνώσκω, εικάζω, προεικάζω. || περιμένω, ελπίζω•

    никто не думал и не -ал κανένας δεν το σκέφτηκε και δεν το περίμενε.

    εκφρ.
    гадать на бобах – ρίχνω τα κουκιά (μαντεύω)•
    гадать на кофейной гуше – μαντεύω από το φλιτζάνι.

    Большой русско-греческий словарь > гадать

  • 22 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 23 довраться

    -врусь, -вршься; παρλθ. χρ. -лся, -лась, -лось и. -лось ρ.σ.
    1. ψεύδομαι, λέγω ψέματα•

    он -лся до того, что ему никто не верит ;είπε τόσα ψέματα, που κανένας δε τον πιστεύει.

    2. ψεύδομαι ασύστολα.

    Большой русско-греческий словарь > довраться

  • 24 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 25 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 26 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 27 отозвать

    отзову, отзовшь, παρλθ. χρ. отозвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отозванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερίσει ή να έρθει σε μένα.
    2. ανακαλώ•

    отозвать посла ανακαλώ τον πρεσβευτή.

    1. αποκρίνομαι, απαντώ•

    никто не -лся κανένας δεν αποκρίθηκε.

    2. ανταποκρίνομαι•

    отозвать на чувство ανταποκρίνομαι στο αίσθημα.

    || συμπαθώ, συμπονώ βοηθώ συμμετέχω.
    3. προκαλώ, διεγείρω ξυπνώ. || προκαλούμαι εμφανίζομαι.
    4. βρίσκω απήχηση• έχω αντίκτυπο ή συνέπειες• επιδρώ.
    5. εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отозвать

  • 28 оценить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оценённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία•

    оценить лошадь εκτιμώ την αξία του αλόγου.

    || διατιμώ•

    товар διατιμώ το εμπόρευμα.

    2. μτφ. κρίνω, αξιολογώ•

    оценить обстановку εκτιμώ (σταθμίζω)την κατάσταση•

    никто не смог оценить его талант κανένας δε μπόρεσε να εκτίμηση το ταλέντο του.

    Большой русско-греческий словарь > оценить

  • 29 плохой

    επ., βρ: плох, плоха, плохо.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•

    -йе условия άσχημες συνθήκες•

    плохой человек κακός άνθρωπος•

    плохой характер άσχημος χαρακτήρας•

    -йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•

    плохой пример κακό παράδειγμα.

    || αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•

    писатель αναξιόλογος συγγραφέας.

    2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•

    никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.

    || αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).
    εκφρ.
    - ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•
    шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία.

    Большой русско-греческий словарь > плохой

  • 30 произойти

    -зойдёт, παρλθ. χρ. произошёл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. происшедший, επίρ. μτχ. происшедши κ. произойдя ρ.σ.
    1. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    -шло землятрясение έγινε σεισμός•

    никто не знает, что -шло κανένας δεν ξέρει τι συνέβηκε.

    2. προέρχομαι, προκύπτω•

    пожар -шёл от неосто-рожносги с огнм η πυρκαγιά προήλθε από απροσεξία με τη φωτιά.

    3. συντελούμαι, επέρχομαι•

    в нём -шла большая перемена σ αυτόν επήλθε μεγάλη αλλαγή.

    Большой русско-греческий словарь > произойти

  • 31 разговаривать

    ρ.δ.
    1. συνομιλώ, κουβεντιάζω• μιλώ•

    разговаривать по-русски μιλώ ρωσικά.• со-сди -ли до поздней ночи οι γείτονες κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα•

    работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•

    с ним никто не -ет μ αυτόν κανένας δε μιλά•

    мы -ем о музыке, о литературе, об исскустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμματα, την Τέχνη•

    разговаривать с самим собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου•

    не стоит и разговаривать δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα•

    не -ете с таким тоном μη μιλάτε με τέτοιο τόνο•

    довольно -! φτάνει το κουβεντολόι!

    2. βλ. разговорить.

    Большой русско-греческий словарь > разговаривать

  • 32 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 33 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 34 сметь

    смею, смеешь
    ρ.δ.
    1. τολμώ, κοτώ•

    он не смел войти в кабинет директора αυτός δεν τόλμησε να μπει, στο γραφείο του διευθυντή.

    2. με το αρνητ. μόριο не: δεν έχω το δικαίωμα•

    никто не смеет меня ругать κανένας δεν έχει το δικαίωμα να με μαλώνει.

    εκφρ.
    не смей (делать) – μην τολμάς να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > сметь

  • 35 трогать

    ρ.δ.μ.
    1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•

    трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.

    || επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•

    эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•

    никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.

    || επιτίθεμαι•

    собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.

    2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.
    3. μτφ. συγκινώ•

    меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•

    трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•

    его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.

    4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.
    5. ξεκινώ, εκκινώ•

    лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.

    || трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.
    1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.
    2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•

    поезд -ается το τρένο ξεκινά•

    трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•

    3. μετακινούμαι•

    не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.

    4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > трогать

  • 36 хоть

    1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•

    хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•

    ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.

    2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•

    приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.

    || και, κι αν ακόμα•

    лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•

    хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•

    хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.

    || μόριο επιτακτικό•

    хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•

    хоть кто οποιοσδήποτε•

    хоть где, хоть куда οπουδήποτε•

    хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•

    хоть где-нибудь αδιάφορο που.

    εκφρ.
    хоть быκ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•
    хоть бы и так – έστω κι έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > хоть

  • 37 шпарить

    ρ.δ.
    1. ζεματίζω, καταστρέφω•

    шпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς.

    || περιβρέχω με ζεστό νερό, μουσκεύω.
    2. καίω•

    шпарить руки καίω τα χέρια με καυτό νερό.

    3. χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάτων με επιτακτική σημασία•

    шарь скорей за папиросами τρέξε γρήγορα για τσιγάρα•

    шпарь домой τρέξε στο σπίτι•

    никто не слушает, а он -ит дальше κανένας δεν τον ακούει, όμως αυτός προχωρεί παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > шпарить

См. также в других словарях:

  • никто — никто …   Орфографический словарь-справочник

  • НИКТО — НИКТО, никого, никому, никого, никем, ни о ком (см. §72), мест. отриц. Ни один (человек). Никто не знает. Никого нет. Ни о ком не спрашивал. «В детстве всегда все тебя ласкали, а на мою дочь никто не обращал внимания.» А.Тургенев. ❖ Никто иной,… …   Толковый словарь Ушакова

  • никто — местоимение, ??? 1. Если вас никто не видит, значит, вас не видит ни один человек. В этом городе меня никто не знает. | Мне не с кем посоветоваться. 2. Вы используете слово никто, когда хотите дать отрицательный ответ на вопрос или дать понять,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Никто — Никто, кроме тебя Никто, кроме тебя Tú o nadie Жанр мелодрама Продюсер Эрнесто Алонсо …   Википедия

  • никто — 1. НИКТО, никого; м. и ж. Разг. Ничтожный человек, не имеющий никаких достоинств; ничтожество. Кто ты такой, ведь ты никто! Он нас за никого считает. 2. НИКТО, никого, никому, никого, никем, ни о ком (в сочет. с предлогами пишется раздельно: ни у …   Энциклопедический словарь

  • никто —   Никто иной, никто другой (кроме) то же, что никто, никто еще (не смешивать с не кто иной, как...!).     Никто иной этого не сделает …   Фразеологический словарь русского языка

  • никто — др. русск., ст. слав. никъто οὑδείς, μηδείς (Клоц., Супр.), сербохорв. ни̏ко, род. п. ни̏кога, словен. nȋkdo, род. п. nȋkoga (d по аналогии nȋkdе нигде ), чеш. nikdo, слвц. nikto, польск. nikt, в. луж. nichto, род. п. nikoho, н. луж. nicht,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • никто — Ни один человек, ни одна душа. ... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. никто ни один человек, ни одна душа; сам черт, ноль без палочки, последняя спица в колеснице, десятая… …   Словарь синонимов

  • НИКТО — НИКТО, никого, ни у кого, никому, ни к кому, никем, ни с кем, ни о ком. 1. мест. отриц., с последующим отрицанием. Ни один человек, ни одно живое существо. Н. не хочет. Ни с кем не встречался. 2. никто, никого, муж. О человеке, не состоящем с кем …   Толковый словарь Ожегова

  • Никто — I м. разг. Тот, кто не имеет никакого отношения к кому либо; посторонний человек. II м. и ж. 1. разг. сниж. Тот, кто не имеет никаких достоинств; ничтожный человек. 2. Употребляется как порицающее или бранное слово. III мест. Ни один человек, ни… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Никто — I м. разг. Тот, кто не имеет никакого отношения к кому либо; посторонний человек. II м. и ж. 1. разг. сниж. Тот, кто не имеет никаких достоинств; ничтожный человек. 2. Употребляется как порицающее или бранное слово. III мест. Ни один человек, ни… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»