-
1 вставать
вставатьнесов1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:\вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:\вставать на ковер πατώ στό χαλί·7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο. -
2 вставать
-
3 вставать
[φσταβάτ'] ρ. σηκώνομαι -
4 вставать
[φσταβάτ'] ρ σηκώνομαι -
5 вставать
встаю, встаёшьρ.δ.βλ. встать.εκφρ.не вставая – ασήκωτα, καθήμενος•писать не вставая – γράφω συνέχεια, χωρίς να σηκωθώ. -
6 приучить
-учу -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνω•приучить себя к холоду συνηθίζω τον εαυτό μου στο κρύο•
приучить к порядку συνηθίζω στην τάξη•
приучить себя рано вставать συνηθίζω τον εαυτό μου να σηκώνομαι νωρίς.
συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνομαι•я -лся рано вставать συνήθισα να σηκώνομαι νωρίς.
-
7 вскакивать
вскакиватьнесов1. (на что-л.) πηδῶ:\вскакивать на коня πηδώ στ' ᾶλογο·2. (быстро вставать) τινάζομαι, ἀναπηδῶ, πετιέμαι ἀπάνω, ἀνασκιρτῶ·3. (о шишке и т. п.) разг βγαίνω, παρουσιάζομαι. -
8 защита
защи́т||аж1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:\защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·4. спорт. ἡ ᾶμυνα. -
9 петух
петухм ὁ πετεινός, ὁ κόκκορας, ὁ ἀλέκτωρ:индейский \петух ὁ Ινδιάνος, ὁ γάλος, ὁ κοῦρκος· ◊ вставать с \петуха́ми σηκώνομαι τά χαράματα· пустить \петуха κάνω φάλτσο· пустить красного \петуха разг βάζω φωτιά, καίω. -
10 подниматься
поднима||ться1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:\подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):\подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·4. (возникать) σηκώνομαι:\подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·6. (о тесте) φουσκώνω. -
11 рано
рано1. нареч νωρίς, ἐνωρίς/ πρόω-ρα [-ως] (преждевременно):\рано у́тром πολύ πρωΐ, (ἐ)νωρίς· \рано вечером τό ἀπόγευμα· \рано вставать ξυπνώ (или σηκώνομαι) πολύ πρωί· он \рано у́мер πέθανε πρόωρα·2. предик безл εἶναι πολύ νωρίς, δέν εἶναι ἀκόμη ὠρα:еще \рано обедать εἶναι νωρίς ἀκόμα γιά φαγητό· ◊ \рано или поздно ἀργά ἡ γρήγορα. -
12 становиться
стан||овитьсянесов1. (вставать, занимать место) στέκομαι:\становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·2. (располагаться):\становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·3. (делаться) γίνομαι:\становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία. -
13 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
14 петух
-а α.1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•
проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•
первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•
вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•
вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).
εκφρ.пустить (красного) -а – πυρπολώ•пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω. -
15 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα.
См. также в других словарях:
вставать — См … Словарь синонимов
вставать во фрунт — становиться во фронт, становиться во фрунт, вставать навытяжку, вставать во фронт, вытягиваться в струнку, вытягиваться, становиться навытяжку Словарь русских синонимов … Словарь синонимов
вставать на колени — вставать на колено, почитать, подчиняться, преклонять колено, преклонять голову, преклонять колени Словарь русских синонимов. вставать на колени преклонять колени (высок.) Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский… … Словарь синонимов
ВСТАВАТЬ — ВСТАВАТЬ, встаю, встаёшь; вставая, повел. вставай, несовер. 1. несовер. к встать. 2. Быть в состоянии встать (о выздоравливающем больном, о младенце). Он уже встает. Он начинает вставать. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 … Толковый словарь Ушакова
ВСТАВАТЬ — или восставать, воставать; встать или восстать, подыматься стоймя, становиться, переходить из сидячого или лежачого положения в стоячее; воздыматься, перейти от покоя к движению; | просыпаться, пробуждаться; воскресать, оживать, возрождаться; |… … Толковый словарь Даля
Вставать на смертный бой — Из песни для хора, написанной композитором Сергеем Прокофьевым на слова советского поэта Владимира Александровича Луговского (1901 1957) для кинофильма «Александр Невский» (1938) режиссера Сергея Эйзенштейна (1898 1948): Вставайте, люди русские,… … Словарь крылатых слов и выражений
вставать на постой — селиться, вставать на квартиру, вселяться, расквартировываться, размещаться, находить пристанище, помещаться, обосновываться Словарь русских синонимов … Словарь синонимов
Вставать на крыло — ВСТАВАТЬ НА КРЫЛО. ВСТАТЬ НА КРЫЛО. 1. Начинать летать. О птенцах. И кажется, под осенним небом встают на крыло торопливые птицы (Е. Дворников. Найдёшь в одном цветке). А разве нельзя было попытаться отыскать во ржах гнездо дудока, поставив рядом … Фразеологический словарь русского литературного языка
Вставать не с той ноги — ВСТАВАТЬ НЕ С ТОЙ НОГИ. ВСТАТЬ НЕ С ТОЙ НОГИ. Разг. Шутл. 1. То же, что Вставать с левой ноги. Алло, как слышишь?! орёт Мамед. Ты чего кричишь? обижается Лейла. Не с той ноги встал?.. Они что то сердито выясняют (Э. Агаев. «Нетелефонный»… … Фразеологический словарь русского литературного языка
вставать — ВСТАВАТЬ/ВСТАТЬ ВСТАВАТЬ/ВСТАТЬ, подниматься/подняться, восставать/восстать … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
вставать — ВСТАТЬ, ану, анешь; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 … Толковый словарь Ожегова