-
121 наугад
-
122 наудачу
-
123 начало
начало с η αρχή, η έναρξη с самого \началоа από την αρχή· в \началое στην αρχή' в \началое пятого στις τέσσερις και κάτι· перед \началоом πριν αρχίσει* * *сη αρχή, η έναρξηс са́мого нача́ла — από την αρχή
в нача́ле — στην αρχή
в нача́ле пя́того — στις τέσσερις και κάτι
пе́ред нача́лом — πριν αρχίσει
-
124 небо
небо с о ουρανός ◇ под открытым \небом στην ύπαιθρο* * *сο ουρανός••под откры́тым не́бом — στην ύπαιθρο
-
125 окраина
окраина ж η άκρη, τα περίχωρα* городская \окраина η απόμακρη συνοικία· на \окраинае города στην άκρη της πόλης* * *жη άκρη, τα περίχωραгородска́я окра́ина — η απόμακρη συνοικία
на окра́ине го́рода — στην άκρη της πόλης
-
126 ответить
ответить 1) απαντώ, αποκρίνομαι· \ответить на вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο* * *1) απαντώ, αποκρίνομαιотве́тить на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση
2) ( нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο -
127 отсутствие
отсутствие с 1) η απουσία· в моё \отсутствие στην απουσία μου 2) (нехватка ) η έλλειψη* * *с1) η απουσίαв моё отсу́тствие — στην απουσία μου
2) ( нехватка) η έλλειψη -
128 первый
первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος* * *пе́рвый эта́ж — το ισόγειο
пе́рвый раз — η πρώτη φορά
пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα
в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα
полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα
прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος
См. также в других словарях:
Στην, Γιαν — (Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626 1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα… … Dictionary of Greek
στῆν — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἵστημι make to stand aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek