Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

на+могилу

  • 1 опускать

    опускать
    несов
    1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):
    \опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·
    2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:
    \опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·
    3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:
    \опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > опускать

  • 2 сходить

    сходить I
    несов
    1. (вниз) κατεβαίνω, κατέρχομαι:
    \сходить с лошади ξεπεζεύω, ξεκα-βαλλικεύω·
    2. (уходить) παραμερίζω/ κατεβαίνω (с тротуара и т< п.):
    \сходить с дороги παραμερίζω ἀπό τό δρόμο· \сходить с рельсов ἐκτροχιάζομαι
    3. (облезать) (ξε)γδέρνθμαι (о коже)! βγαίνω (о краске, грязи)·
    4. (быть принятым за кого-л.) разг περνώ·
    5. (миновать, пройти) πηγαίνω, περνώ· ◊ \сходить со сцены (о спектакле) κατεβάζω (θεατρικό ἔργο, θέαμα)· зага́р сошел с лица τό πρόσωπο ξεμαύρισε· снег сошел с полей τό χιόνι ἔλυωσε στους κάμπους· все сходит ему́ с рук καταφέρνει πάντα καί τή γλυτώνει φτηνά· не сходя с ме́ста χωρίς νά κουνηθώ (или νά τό κουνίσω) ἀπό τή θέση μου· \сходить с ума́ παλαβώνω, τρελαίνομαι· \сходить в могилу πεθαίνω· \сходить на нет χάνω τή σημασία μου.
    сходить II
    сов πηγαίνω:
    \сходить за чем-л. πηγαίνω γιά κάτι· \сходить за кем-л. πηγαίνω νά φωνάξω.

    Русско-новогреческий словарь > сходить

  • 3 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 4 засыпать

    засы/ пать 1
    -плю, -плешь, προστκ. засыпь
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    засыпать яму, ров, могилу γεμίζω το λάκκο, την τάφρο, τον τάφο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    дорога засыпана листьями ο δρόμος σκεπάστηκε από φύλλα.

    || απρόσ. землю -ло пушистым снегом η γη σκεπάστηκε με αφράτο χιόνι•

    глаза -ло песком τα μάτια γέμισαν άμμο.

    3. μτφ. παρέχω άφθονα•

    засыпать подарками γεμίζω με δώρα.

    || βάζω, στέλλω απανωτά•

    его -ли вопросами του έβαλαν βροχή ερωτήματα•

    его -ли жалобами του έφαγαν τ’ αυτιά με τα παράπονα.

    4. ρίχνω•

    засыпать уголь в топку βάζω κάρβουνα στη θερμάστρα•

    засыпать чаю ρίχνω στεγνό τσάι.

    5. αρχίζω να ρίχνω κλπ. ρ. βλ. сыпать.
    1. πέφτω, εισδύω•

    песок -лся за воротник ο άμμος μου πήγε στο λαιμό.

    2. γεμίζω, σκεπάζομαι με•

    дорожка -лась сухими листьями ο δρομάκος σκεπάστηκε με ξηρά φύλλα.

    3. αρχίζω να ρίχνομαι κλπ. ρ. βλ. сыпаться 1
    засыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. заснуть.
    засыпа/ть 3
    ρ.δ.
    βλ. заспать.
    засыпа/ть 4
    ρ.δ.
    βλ. засыпать.

    Большой русско-греческий словарь > засыпать

  • 5 навалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•

    мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•

    -ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.

    || μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•

    -ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.
    3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•

    -ло много сн-гу χιόνισε πολύ.

    4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•

    народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.

    5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.
    1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•

    навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.

    || μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.
    2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.
    3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.
    4. πέφτω σωρηδόν.

    Большой русско-греческий словарь > навалить

  • 6 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 7 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 8 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 9 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

См. также в других словарях:

  • Вбивать осиновый кол в могилу — кого, чего. ВБИТЬ ОСИНОВЫЙ КОЛ В МОГИЛУ кого, чего. Экспрес. Полностью, окончательно избавляться от кого либо или чего либо враждебного, нежелательного. В могилу загнан миф о непобедимости немецкой армии. Красная Армия… вбила крепкий осиновый кол …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Вбить осиновый кол в могилу — ВБИВАТЬ ОСИНОВЫЙ КОЛ В МОГИЛУ кого, чего. ВБИТЬ ОСИНОВЫЙ КОЛ В МОГИЛУ кого, чего. Экспрес. Полностью, окончательно избавляться от кого либо или чего либо враждебного, нежелательного. В могилу загнан миф о непобедимости немецкой армии. Красная… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • сошедший в могилу — прил., кол во синонимов: 11 • кончившийся (114) • легший в гроб (10) • легший в землю …   Словарь синонимов

  • сойти в могилу — См …   Словарь синонимов

  • Лечь в могилу — Экспрес. То же, что Лечь в гроб. На паперти стояло несколько нищих… Катя оделила их всех. Молитесь за мою душу, прошептала она, точно готовилась лечь в могилу (Степняк Кравчинский. Домик на Волге). ЛОЖИТЬСЯ В МОГИЛУ. ЛЕЧЬ В МОГИЛУ. То же, что… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Заживо ложиться в могилу — ЗАЖИВО ЛОЖИТЬСЯ В МОГИЛУ. ЗАЖИВО ЛЕЧЬ В МОГИЛУ. Экспрес. Оказываться в крайне трудном, безвыходном положении. Самому признать себя заеденным, изломанным и погубленным значит заживо лечь в могилу (Писарев. Роман кисейной девушки) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Заживо лечь в могилу — ЗАЖИВО ЛОЖИТЬСЯ В МОГИЛУ. ЗАЖИВО ЛЕЧЬ В МОГИЛУ. Экспрес. Оказываться в крайне трудном, безвыходном положении. Самому признать себя заеденным, изломанным и погубленным значит заживо лечь в могилу (Писарев. Роман кисейной девушки) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Сводить в могилу — кого. СВЕСТИ В МОГИЛУ кого. Разг. Экспрес. Доводить до смерти. Пошёл, говорю тебе, пошёл! закричал Александр, почти плача. Ты измучил меня, ты своими сапогами сведёшь меня в могилу ты… варвар (Гончаров. Обыкновенная история) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Свести в могилу — СВОДИТЬ В МОГИЛУ кого. СВЕСТИ В МОГИЛУ кого. Разг. Экспрес. Доводить до смерти. Пошёл, говорю тебе, пошёл! закричал Александр, почти плача. Ты измучил меня, ты своими сапогами сведёшь меня в могилу ты… варвар (Гончаров. Обыкновенная история) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Сходить в могилу — СХОДИТЬ В МОГИЛУ. СОЙТИ В МОГИЛУ. Книжн. Умирать. Сама хозяйка дома давно сошла в могилу: Марья Дмитриевна скончалась года два спустя после пострижения Лизы (Тургенев. Дворянское гнездо) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Сойти в могилу — СХОДИТЬ В МОГИЛУ. СОЙТИ В МОГИЛУ. Книжн. Умирать. Сама хозяйка дома давно сошла в могилу: Марья Дмитриевна скончалась года два спустя после пострижения Лизы (Тургенев. Дворянское гнездо) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»