-
1 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
2 отделение
отделен||иес I. (действие) ὁ (ἀπο-) χωρισμός, ἡ διαχώριση, ὁ ξεχωρισμός / ἡ ἀπόσπαση (отпадение)·2. (отдел в учреждении и т. п.) τό τμήμα:\отделение милиции τό ἀστυνομικό τμήμα· почтовое \отделениеτό ταχυδρομείον3. (у шкафа и т. п.) τό διαμέρισμα·4. (в концерте и т.п.) τό μέρος·5. воен. ἡ ὁμάδα, ἡ ὁμάς, ὁ οὐλαμός, ἡ ἐνωμοτία:пулеметное \отделение οὐλαμός πολυβόλων· стрелковое \отделение Ομάδα πεζικού. -
3 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
4 доволочь
-локу, -лочщь, παρλθ. χρ.-лок, -кла, -кло ρ.σ.μ. (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ ως•с трудом -лок мешок до дому με δυσκολία έσυρα το τσουβάλι ως το σπίτι.
|| φέρω, οδηγώ ως•пьяного -кли до милиции το με θυσμένο τραβώντας τον τον πήγαν ως την αστυνομία.
φτάνω με δυσκολία, σέρνομαι. -
5 негласный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноκρυφός, μυστικός•по -ым сведениям κατά μυστικές πληροφορίες•
под негласный надзор милиции με μυστική παρακολούθηση της αστυνομίας.
-
6 отделение
-я ουδ.1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..
2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.3. παραχώρηση.4. έκκριση•отделение слюны έκκριση σάλιου.
5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•отделение милиции αστυνομικό τμήμα.
7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.
8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα. -
7 паспорт
-а, πλθ. -а α.1. δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•предъявить паспорт δείχνω την ταυτότητα•
щюписоть паспорт в милиции θεωρώ την ταυτότητα στην αστυνομία.
|| διαβατήριο•заграничный паспорт διαβατήριο, πασαπόρτι.
|| άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας, πασαβάντι.2. το πιστοποιητικό εμπορεύματος. || έγγραφο λεπτομερές. -
8 учёт
-а α.1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•
учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•
производить учёт κάνω υπολογισμό•
не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•
действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.
2. εγγραφή•брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•
снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•
стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•
состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•
стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.
3. (οικον.) η προεξόφληση.
См. также в других словарях:
Преступления, совершенные сотрудниками милиции в 2009-2010 гг. — Преступления, совершенные сотрудниками милиции в 2009 2010 гг. Для поиска похищенного человека в Москве был введен план Перехват , в результате которого машина была остановлена в районе Крылатское. Группа немедленного реагирования задержала… … Энциклопедия ньюсмейкеров
Участковый уполномоченный милиции — Участковый уполномоченный милиции должностное лицо милиции общественной безопасности органов внутренних дел Российской Федерации, осуществляющее служебную деятельность, которая направлена на защиту прав граждан, проживающих на… … Википедия
Участковый инспектор милиции — Участковый уполномоченный милиции должностное лицо милиции общественной безопасности органов внутренних дел, осуществляющее служебную деятельность, которая направлена на защиту прав граждан, проживающих на соответствующем административном… … Википедия
Главное управление рабоче-крестьянской милиции НКВД — Для улучшения этой статьи желательно?: Викифицировать статью. Исправить статью согласно стилистическим правилам Википедии. Найти и оформить в виде сносок ссылки на авторитетные источники, подтверждающи … Википедия
Сотрудник милиции — (англ. employee of militia) в РФ гражданин, состоящий на должности рядового или начальствующего состава органов внутренних дел, которому в установленном порядке присвоено специальное звание рядового или начальствующего состава милиции (ст. 17… … Большой юридический словарь
История милиции в России — Милиция исторически сложившееся наименование органов по охране общественного порядка в Российской Федерации и ряде стран СНГ. После Февральской революции 1917 г. в России царская полиция была ликвидирована. Была провозглашена замена полиции… … Энциклопедия ньюсмейкеров
Сотрудник милиции — (англ. employee of militia) в РФ гражданин, состоящий на должности рядового или начальствующего состава органов внутренних дел, которому в установленном порядке присвоено специальное звание рядового или начальствующего состава милиции (ст. 17… … Энциклопедия права
День участковых уполномоченных милиции — Тип государственный праздник Установлен приказом генерал полковника милиции Васильева В.А. в 2002 году Отмечается Российская Федерация Празднование 17 ноября Связан с утверждением «Инструкции участковому надзирателю» от 17.11.1923 День участковых … Википедия
Комиссар милиции — У этого термина существуют и другие значения, см. Комиссар. Комиссар милиции специальное звание высшего начальствующего состава милиции НКВД и МВД СССР в 1943 1973 годах. История звания Звание комиссара милиции было введено Указом Президиума… … Википедия
Мариупольское училище профессиональной подготовки работников милиции — ГУМВД Украины в Донецкой области (МУППРМ) … Википедия
День милиции — Милиция. 1917 год День милиции (10 ноября) официальное название День российской милиции (до … Википедия