-
1 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
2 чек
1. (банковский) η επιταγ/ή---2. (квитанция) η απόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чек
-
3 грязь
гряз||ьж1. (уличная и т. /ι.) ἡ λάσπη, ὁ βόρβορος / ἡ ἀκαθαρσία, ἡ βρωμιά (нечистоты, мусор)/ ὁ βούρκος (ти-«α):непролазная \грязь ἡ ἀδιάβατη λάσπη· месить \грязь разг τσαλαβουτώ στή λάσπη· валяться в \грязьй κυλιέμαι στό βόρβορο·2. (на коже, одежде) ἡ βρώμα, ἡ λέρα·3. перен ἡ αίσχρότητα, ἡ βρωμιά· ◊ смешать с \грязьыо кого́-л. ἐξευτελίζω, κατασυκοφαντώ, κηλιδώνω τήν ὑπόληψη κάποιου· не ударить лицом в \грязь разг βγαίνω ἀσπροπρόσωπος. -
4 к
кпредлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα13. (при указании назначения) γιά, σέ:сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·4. (при прикреплении, присоединении) σέ:приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·6. (для) προς, γιά·7. (при обозначении срока) κατά, προς:к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση. -
5 обращаться
обращать||ся1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:\обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:\обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:\обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια -
6 рожа
рож||а I ж1. груб. τό μοῦτρο, ἡ μου-τσουνάρα:кислая \рожа τά κατεβασμένα μοδτρα·2. (человек с безобразным лицом) разг ὁ ἀσχημομούρης, τό ἀσχημο-μούτσουνο· ◊ корчить \рожау στραβομουτσουνιάζω.рожа II ж мед. τό ἐρυσίπελας, τό ἀνεμοπύρωμα. -
7 товар
товарм τό ἐμπόρευμα:\товары народного потребления τά ἐμπορεύματα πλατειᾶς κατανάλωσης· хо́дкяй (лежалый) \товар τό περιζήτητο (τό ἀπούλητο) ἐμπόρευμα· вывоз \товаров ἡ ἐξαγωγή ἐμπορευμάτων ◊ показать \товар лицом δείχνω τήν καλή ὅψη τής πραμάτειας. -
8 ударить
удари||тьсов см. ударять· ◊ \ударить по карма́ну разг ξεπαραδιάζω· \ударить по рукам (при сговоре) разг κλείνω συμφωνία· \ударить в штыки́ воен. ἐπιτίθεμαι μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη· гром \ударитьл βρόντηξε· молния \ударитьла в дерево ὁ κεραυνός χτύπησε τό δένδρο· вино \ударитьло в голову τό κρασί κτύπησε στό κεφάλι· \ударитьл тропический ливень ξέσπασ*· δυνατή βροχή· \ударитьли морозы πλάκωσαν ὁ£ παγωνιές· не \ударить лицом в грязь βγαίνω ἀσπροπρόσωπος· палец о па́-лец не \ударить δέν μοῦ καίγεται καρφί. -
9 к
κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•
обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•
воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•
зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.
2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•
приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•
к вечеру κατά το βράδυ.
3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•
игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•
принять, к сведению παίρνω υπ όψη•
принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•
запонка к воротнику κουμπί για γιακά.
4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•
к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.
5. ως προς, σχετικά προς• προς•он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•
любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.
6. με•лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•
носом к носу μύτη με μύτη•
плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).
7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.
8. σε•к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.
9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.
10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.
11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•к несчастью δυστυχώς•
к счастью ευτυχώς•
к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•
к тому же επί πλέον, κι ακόμα•
к лучшему προς το καλύτερο•
к худшему προς το χειρότερο•
к моему стыду για ντροπή μου•
к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.
-
10 непригожий
-ая, -ееεπ., βρ: -гож, -а, -е (παλ. κ. απλ.).1. άχαρος άσχημος, δυσειδής•-ож• он собою αυτός είναι άσχημος•
непригожий -ож, лицом ασχημομούρης.
2. απρεπής, άσεμνος, αισχρός•-ие слова αισχρόλογα (παλιόλογα).
-
11 обратить
-ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•-йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•
обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•
обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•
обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.
|| αλλάζω, μεταφέρω•-разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.
|| τραβώ, προσελκύω•обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.
2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•
обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.
3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•
обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
|| τρέπω•обратить в бегство τρέπω σε φυγή•
обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.
4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.
εκφρ.в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•
обратить вспять πισωγυρίζω.
|| κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.
|| καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.
2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.
|| περιφέρομαι.3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•
он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.
4. οξύνω, εντείνω•обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•
обратить в зр-ние εντείνω την όραση.
|| τρέπομαι•обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.
-
12 повернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.στρίβω, στρέφω, γυρίζω•повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•
-ни налево στρίψε αριστερά•
-ни назад γύρισε πίσω•
колесо στρέφω τον τροχό•
повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•
повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.
στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•
он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.
|| αλλάζω κατεύθυνση•дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.
εκφρ.язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου. -
13 растерять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерянный βρ: -рян, -а, -оχάνω (διαδοχικά)•растерять деньги χάνω τα χρήματα•
в дороге -ял все вещи στο δρόμο έχασα όλα τα πράγματα•
за годы разлуки она -ла всех родных στα χρόνια του χωρισμού αυτή έχασε όλους τους συγγενείς.
1. χάνομαι•все вещи -лись в пути όλα τα πράγματα χάθηκαν στο δρόμο.
2. τα χάνω, ταράσσομαι, συγχύζομαι•я -лся перед лицом опасности τά χασα μπροστά στον κίνδυνο.
-
14 третий
-ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).1. τρίτος•третий год τρίτος χρόνος•
третий урок τρίτο μάθημα.
2. άσχετος με ένα ζήτημα•решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.
|| κατώτερος•чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.
ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.3. (παρνθ. λ.) τρίτον.4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•две -ьих τα δύο τρίτα.
εκφρ.- ье отделение – παλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•- ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•- ья скорость – τρίτη ταχύτητα•- ьего дня – προχτές•- ьей руки – μέτριος•в -ьем году – προπέρυσι•в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•из -ьих рук ή уст (узнать, услышать – κ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),
См. также в других словарях:
лицом — анфас, фасом, с лица, на лицо, из себя, на вывеску, передом, собой, в фас, внешне Словарь русских синонимов. лицом 1. см. передом. 2. см. внешне … Словарь синонимов
Лицом к — ЛИ О, а, мн. лица, лиц, лицам, ср. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 … Толковый словарь Ожегова
Лицом к лицу (фильм — Лицом к лицу (фильм, 1976) Лицом к лицу Ansikte Mot Ansikte Жанр драма Режиссёр … Википедия
Лицом к лицу — Лицом к лицу название нескольких фильмов: Лицом к лицу (фильм, 1930) советский фильм Лицом к лицу (фильм, 1976) шведский фильм Лицом к лицу (фильм, 1986) советский фильм Также Лицом к лицу сочинение Чингиза Айтматова … Википедия
Лицом к лицу (фильм, 1975) — Лицом к лицу Ansikte Mot Ansikte Жанр драма Режиссёр Ингмар Бергман Продюсер Ларс Уве Карлберг … Википедия
Лицом к стене (телесериал) — Лицом к стене Against the Wall Жанр драма, детектив, криминал Создатель Энни Бруннер В главных ролях Рейчал Карп … Википедия
Лицом к лицу (фильм) — Лицом к лицу: Лицом к лицу (фильм, 1967) польский фильм режиссёра Кшиштофа Занусси; Лицом к лицу (фильм, 1976) фильм Ингмара Бергмана, производства Швеция, оргинальное название «Ansikte Mot Ansikte»; Лицом к лицу (фильм, 1986) … … Википедия
ЛИЦОМ К ЛИЦУ (Швеция) — «ЛИЦОМ К ЛИЦУ» (Ansiktet mot ansiktet) Швеция, 1975, 136 мин. Драма. В конце 60 х годов Ингмар Бергман начал снимать фильмы для телевидения. «Лицом к лицу» один из подобных опытов, первоначально четырехсерийная телевизионная картина, связанная во … Энциклопедия кино
Лицом к лицу с музыкой (фильм) — Лицом к лицу с музыкой Face The Music Жанр мелодрама В главных ролях Молли Рингуолд Пэтрик Демпси Лизетт Энтони Страна … Википедия
Лицом к лицу с музыкой — Face The Music Жанр мелодрама В главных ролях Молли Рингуолд Пэтрик Демпси Лизетт Энтони Страна Канада Франция Год … Википедия
лицом вверх — навзничь, на спину, на спине Словарь русских синонимов. лицом вверх нареч, кол во синонимов: 3 • на спине (2) • … Словарь синонимов