-
1 контроль
контроль м о έλεγχος* на родный \контроль ο λαϊκός έλεγχος* взять под (свой) \контроль αναλα βαίνω τον έλεγχο* * *мο έλεγχοςнаро́дный контро́ль — ο λαϊκός έλεγχος
взять под (свой) контро́ль — αναλα-βαίνω τον έλεγχο
-
2 контроль
-я α.έλεγχος• εξέταση•контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•
это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•
контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•
взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•
государственный контроль κρατικός έλεγχος.
|| αθρσ. ελεγκτές•выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.
-
3 контроль
контрол||ьм ὁ ἐλεγχος:под \контрольем £>πό τόν ἐλεγχον· взять под свой \контроль ἀναλαμβάνω τόν ἐλεγχο· э́то не поддается \контролью ὁ(»τό δἐν μπορεί νά ἐλεγχθεί. -
4 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
5 контроль
[κοντρόλ*] ουσ. α. έλεγχος -
6 контроль
[κοντρόλ*] ουσ α έλεγχος -
7 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
8 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
9 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
10 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
11 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
12 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
13 вооружение
вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών* * *с(действие; оружие) ο εξοπλισμόςсокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών
контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών
-
14 неослабный
неослабн||ыйприл ἀδιάλειπτος, ἀδιάκοπος, ἀδιάπτωτος, συνεχής:\неослабный контроль ὁ ἀδιάκοπος Ελεγχος, ὁ συνεχής ἐλεγχος· \неослабный надзор ἡ συνεχής ἐπιτήρηση, ἡ ἄγρυπνη ἐπίβλεψη· с \неослабныйым вниманием μέ ἀδιάλειπτη προσοχή· с \неослабныйым интересом μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον. -
15 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
16 финансовый
финансов||ыйприл οἰκονομικός, οἰκονομολογικός, χρηματιστικός:\финансовыйая система τό οίκο νομικό σύστημα· \финансовый капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· \финансовыйые круги́ οἱ οἰκονομικοί κύκλοι· \финансовый контроль ὁ οίκονομικός ἔλεγχος. -
17 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
18 рубль
-я α.το ρούβλι•εκφρ.бить -м – προστιμάρω για παραμέληση εργασίας•контроль -м – έλεγχος οικονομικός από πάνω. -
19 ставить
ставить 1ставлю, ставишьρ.δ.μ.1. στήνω ορθό•ставить на ноги στήνω στα πόδια.
2. βάζω, θέτω τοποθετώ•ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•
ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•
ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).
|| διορίζω•ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.
|| εγκατασταίνω•ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.
|| μτφ. φέρω, οδηγώ•ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.
3. στήνω•ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•
ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•
ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.
|| δίνω προσφέρω•ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•
им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.
4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).
6. βάζω•ставить паруса βάζω πανιά•
ставить подпись βάζω υπογραφή•
ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.
|| επιθέτω•ставить компресс βάζω κομπρέσα•
ставить горчичники βάζω συναπισμό•
ставить пиявки βάζω βδέλλες•
ставить печать βάζω σφραγίδα.
7. οικοδομώ, φτιάχνω•ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•
ставить мельницу φτιάχνω μύλο.
8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•ставить опыты κάνω πειράματα•
ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.
9. προτείνω•ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•
ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.
10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•
ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.
|| σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•ставить в связь συνδέω.
εκφρ.ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.ставить 2ставлю, ставишьρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι.. -
20 учредить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учрежденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ιδρύω, θεμελιώνω•учредить общество ιδρύω σύλλογο (σύνδεσμο)•
учредить академию ιδρύω Ακαδημία.
2. καθιερώνω, εγκαινιάζω, συνιστώ•-контроль над производством καθιερώνω τον έλεγχο στην παραγωγή.
ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
КОНТРОЛЬ — (фр. controle, происх. от controle, от role свиток, список). Поверка чьих либо действий, ведения книг и употребления сумм. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. КОНТРОЛЬ поверка и ревизия счетов или… … Словарь иностранных слов русского языка
контроль — я, м. contrôle m., > нем. Kontrolle. 1. Проверка деятельности кого , чего л.; наблюдение за кем ,чем л. с целью такой проверки. Сл. 18. Обязанностию квартианной команды было, за живущими в своих домах казаками .. блюсти строго, чтобы сии… … Исторический словарь галлицизмов русского языка
КОНТРОЛЬ — КОНТРОЛЬ, контроля, муж. (франц. controle). 1. Наблюдение, надсмотр над чем нибудь с целью проверки. Это не поддается контролю. Рабочий контроль на предприятиях. Контроль в счетоводстве. 2. Учреждение, контролирующее чью нибудь деятельность.… … Толковый словарь Ушакова
контроль — инспекция, проверка, наблюдение, надзор, контролирование, обследование, ревизия, осмотр, инспектирование, сличение; управление, отбор, испытание, осматривание, поверка, ревизовка Словарь русских синонимов. контроль см. проверка Словарь синонимов… … Словарь синонимов
контроль — Деятельность, включающая, проведение измерений, экспертизы, испытаний или оценки одной или нескольких характеристик (с целью калибровки) объекта и сравнение полученных результатов с установленными требованиями для определения, достигнуто ли… … Справочник технического переводчика
Контроль — – деятельность, включающая проведение измерений, экспертизы, испытаний или оценки одной или нескольких характеристик объекта и сравнение полученных результатов с установленными требованиями для определения достигнуто ли соответствие по… … Энциклопедия терминов, определений и пояснений строительных материалов
контроль — один из относительно совершенных механизмов регуляции процессов познавательных. Произведен от влечений базальных, является как бы продуктом их вторичной «задержки» и может рассматриваться относительно них как структура мотивационная высшего… … Большая психологическая энциклопедия
Контроль — (иноск.) повѣрка (вообще), наблюденіе за дѣйствіями (собств. учетъ): провѣрка счетовъ. Ср. При уничтоженіи фиктивнаго контроля (надъ экспортерами), покупатель и экспортеръ стали бы въ личныя отношенія другъ къ другу, и честные экспортеры… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
КОНТРОЛЬ — (от франц. controle проверка) 1) составная часть управления экономическими объектами и процессами, заключающаяся в наблюдении за объектом с целью проверки соответствия наблюдаемого состояния объекта желаемому и необходимому состоянию,… … Экономический словарь
Контроль — наблюдение над управляемым или подчиненным объектом, проверка соответствия технологии и соответствия законодательству. Словарь бизнес терминов. Академик.ру. 2001 … Словарь бизнес-терминов
Контроль — полномочия … Словарь терминов антикризисного управления